Την απουσία κόσμου της Αριστεράς, της τέχνης και του πνεύματος, από την κηδεία του Βασίλη Βασιλικού, η οποία τελέστηκε νωρίτερα σήμερα στο Α’ Νεκροταφείο, επικρίνει σε ανάρτησή του στο Facebook ο συγγραφέας Σπύρος Γιανναράς.
Ο γιος του Χρήστου Γιανναρά, καθηγητή φιλοσοφίας και συγγραφέα, κάνει λόγο για «ντροπή και πίκρα» για το Α’ Νεκροταφείο που «άδειο από τον κόσμο της αριστεράς, που όπως σε κάθε μεγάλη διαίρεση οι μεν αποφεύγουν τους δε, αλλά κυρίως και κυριότερα άδειο από συγγραφείς».
«Την άγνωρη αυτή γενναιοδωρία τού την αποπλήρωσαν σήμερα, οι αναρίθμητοι κολακευθέντες και κόλακες, με την απουσία τους» πρόσθεσε ο κ. Γιανναράς, ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε πως «σήμερα το πρωί οι λίγοι παρόντες αισθανθήκαμε προσβεβλημένοι, αισθανθήκαμε την προσβολή του νεκρού στο πετσί μας».
Με τη θέση του κ. Γιανναρά, συντάχθηκαν, με σχόλιά τους, αρκετοί άνθρωποι του πνεύματος και των τεχνών, όπως η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη, η μουσικός Κλειώ Καραμπέλια, ο ιστορικός και κριτικός τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος και οι συγγραφείς Τέλλος Φίλλης, Θανάσης Βασιλείου και Αντώνης Σκιαθάς. «Τόσοι είμαστε..μικροί κι επιλήσμονες», αναφέρουν μεταξύ άλλων.
Ολόκληρη η ανάρτηση του κ. Γιανναρά:
«Ντροπή και πίκρα, και μάλιστα ζοφούμενες και εντεινόμενες όσο περνούσε η ώρα. Μια στυφή ελιά, ένιωθα να ‘χω στο στόμα όση ώρα διήρκεσε η εξόδιος ακολουθία. Το Α’ Νεκροταφείο ήταν σχεδόν άδειο στην κηδεία του Βασίλη Βασιλικού. Άδειο από τον κόσμο της αριστεράς, που όπως σε κάθε μεγάλη διαίρεση οι μεν αποφεύγουν τους δε, αλλά κυρίως και κυριότερα άδειο από συγγραφείς.
Ξέχωρα από την αδιαμφισβήτη αξία του έργου του, ο Βασιλικός ανήκε στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις, τις σπανιότατες στον ελληνικό ντουνιά, του ανθρώπου που όχι μόνο δεν περιέφερε τις δάφνες του κοιτάζοντας τον κόσμο και τον κοσμάκη αφ υψηλού, αλλά που υπήρξε ακραία ευμενής και γενναιόδωρος προς τους άλλους, ιδιαίτερα δε με τους συναδέλφους του.
Από την πολύχρονη εκπομπή του πέρασαν κυριολεκτικά οι πάντες, από τα τρανταχτά ονόματα μέχρι τους τριτοκλασάτους μουντζουροχάρτες. Και τους δεξιώθηκε όλους ως ίσους προς ίσον. Την άγνωρη αυτή γενναιοδωρία τού την αποπλήρωσαν σήμερα, οι αναρίθμητοι αυτοί κολακευθέντες και κόλακες, με την απουσία τους. Δεν μέτρησα πάνω από δέκα συναδέλφους του, στην κηδεία.
Πλησιάζοντας στο Α’ Νεκροταφείο τάχυνα το βήμα φοβούμενος ότι δεν θα μπορέσω να μπω ούτε στον προαύλιο χώρο. Ήταν μετά βίας γεμάτος, εννοώ χωρίς ορατά λευκά κενά. Μόλις όμως σχόλασε η προηγούμενη κηδεία, απόμεινε μια μικρή πικρή σκόρπια διαδήλωση.
Αυτή η χυδαία αγνωμοσύνη, η νεοελληνική προσήλωση στο καλλιτεχνικό ή άλλο εγώ, σε βαθμό τέτοιας απαξίωσης πάντων και πασών, αυτή η αναγωγή του αφαλού σε ομφαλό του κόσμου, δεν προμηνύει τίποτα, μα τίποτα καλο για τα ελληνικά γράμματα. Από την στέγνια των αισθημάτων δεν γεννήθηκε ποτέ τίποτα το αξιόλογο. Τουναντίον.
Σήμερα το πρωί οι λίγοι παρόντες αισθανθήκαμε προσβεβλημένοι, αισθανθήκαμε την προσβολή του νεκρού στο πετσί μας. Είχαμε όμως τη σπάνια ευκαιρία να δούμε την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική μας παρακμή ολόγυμνη μπροστά στα μάτια μας. Έναν πανάσχημο καθρέφτη μιας πνευματικά ξεκληρισμένης κοινωνίας».