Γράφει ο Αριστείδης Πελεκάνος, αρεοπαγίτης ε.τ.
Το Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 29 παρ. 1), κατά ορθή γραμματική, λογική, τελολογική και ιστορική ερμηνεία του, αποκλείει τον αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων από τη συμμετοχή τους στις εκλογές για την ανάδειξη βουλευτών, με νομοθετική πρόβλεψη για οποιονδήποτε λόγο, είτε αυτός ανάγεται στον ιδεολογικό προσανατολισμό, τις πολιτικές επιδιώξεις και την οργάνωση και δράση πολιτικού κόμματος είτε στην παράνομη και αξιόποινη δράση των στελεχών του, διευθυντικών και μη, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της εγκληματικής πράξης και της ποινής που επιβάλλεται γι’ αυτή.
Η ρητά μνημονευόμενη στην ίδια διάταξη, κατευθυντήρια και κανονιστική οριοθετική (της δράσης και λειτουργίας τους), αρχή
“… η οργάνωση και η δράση τους (πολιτικών κομμάτων) οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος…” , σε περίπτωση παραβίασής της :
Μπορεί να αιτιολογήσει τη νομοθετική απαγόρευση και ποινικοποίηση μόνο συγκεκριμένων πράξεων-ενεργειών από τη δράση πολιτικού κόμματος (εφόσον είναι αντίθετες με την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος), καθώς και τη λήψη άλλων ηπιότερων και συνταγματικώς ανεκτών μέτρων.
Αλλά δεν μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό νόμιμα συνεστημένου πολιτικού κόμματος από την εκλογική διαδικασία και από την, μέσω αυτής, άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας και την ανάδειξη μελών της νομοθετικής εξουσίας.
Ούτε είναι συνταγματικώς ανεκτό η προαναφερόμενη κανονιστική αρχή, τεχνηέντως μοχλευόμενη και με επίκληση της παραβίασής της, να “μεταμορφωθεί” σε σύννομο και πειστικό λόγο αποκλεισμού πολιτικού κόμματος από την εκλογική διαδικασία.
Ο συνταγματικός νομοθέτης, παραλείποντας οποιαδήποτε άμεση και απευθείας ρύθμιση για θέσπιση όρων και προϋποθέσεων αποκλεισμού πολιτικών κομμάτων από τις βουλευτικές εκλογές, αλλά και οποιαδήποτε ρητή επιφύλαξη για ρύθμιση με νόμο του σχετικού ζητήματος, προέκρινε ότι :
Η συνταγματική έννομη τάξη και η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος υπηρετούνται πληρέστερα με τη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες ακόμη και πολιτικού κόμματος με αντικοινοβουλευτικές
ιδεολογικές κατευθύνσεις και προβληματικές κοινοβουλευτικές πρακτικές.
Παρά με τον αποκλεισμό τέτοιου κόμματος από τον πολιτικό βίο της Χώρας και την ουσιαστική αχρήστευση αυτού με την αποστέρηση της κύριας συνταγματικής αποστολής του, που είναι η συμμετοχή του στις εκλογές για την πλέον αντιπροσωπευτική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και την ανάδειξη όλων των τάσεων του εκλογικού σώματος.
Ενόψει αυτών, συμβατή με το Σύνταγμα είναι μόνο η μη ανακήρυξη συγκεκριμένων υποψηφίων νόμιμα συνεστημένων πολιτικών κομμάτων, εφόσον δεν καλύπτουν τους όρους εκλογιμότητας που θέτει η (σύμφωνη με το Σύνταγμα) εκλογική νομοθεσία.
Η εγκληματική οργάνωση, ως προς τη νομική της φύση, συνιστά μια μείζονος απαξίας αξιόποινη πράξη συγκεκριμένων εγκληματικών προσώπων και δεν μπορεί να εξομοιωθεί με πολιτικό κόμμα, το οποίο έχει αναχθεί σε συνταγματικό θεσμό για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και για την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική ζωή της Χώρας, που δεν μπορεί να παραθεωρείται.
Οι γνωστές πολλαπλές κοινοβουλευτικές απρέπειες των πρώην βουλευτών του κόμματος της Χρυσής Αυγής κατά τη θητεία τους στη Βουλή και οι μεταγενέστερες ποινικές καταδίκες στελεχών της, διευθυντικών και μη, για μεγάλης απαξίας αξιόποινες πράξεις δεν συγχωρούν αντισυνταγματικές λύσεις, σκόπιμες ή μη, οι οποίες πλήττουν τη συνταγματική έννομη τάξη και το κύρος της Δικαιοσύνης.