Το Ξηρόμερο είναι ένα μέρος στην Αιτωλοακαρνανία, όπως το λέει το όνομά του, ορεινό και ξερό. Δεν έχει καν τρεχούμενο νερό. Ωστόσο, εκεί γίνονταν πολλά πανηγύρια και μάλιστα τα πιο δύσκολα, τα πιο περίεργα, αλλά και τα πιο “βαριά”. Για τους δημοτικούς τραγουδιστές αποτελούσε καταξίωση να τραγουδήσουν στο Ξηρόμερο.
Όλα ξεκίνησαν το 2022, όταν ο συνθέτης και δημιουργός διαμεσικών έργων Θανάσης Δεληγιάννης, που μεγάλωσε σε οικογένεια παραδοσιακών μουσικών και μέσα στην κουλτούρα των πανηγυριών και ο δραματουργός και φιλόλογος Γιάννης Μιχαλόπουλος που μελετά την πολιτιστική ανάπτυξη της περιφέρειας και το δημοτικό τραγούδι, απέκτησαν μία κοινή εμμονή. Το όνομά της είναι Κική Μαργαρώνη και είναι θρυλική τραγουδίστρια στα πανηγύρια της Αιτωλοακαρνανίας και ειδικά του Ξηρόμερου, όπου είναι σχεδόν μυθική φυσιογνωμία. Αυτή η εμμονή οδήγησε σε μία ιδιότυπη έρευνα και ένα residency που υποστήριξε δυναμικά το Ίδρυμα Ωνάση.
Σήμερα, η Κική Μαργαρώνη είναι περίπου 70 ετών και έχει αποσυρθεί συνειδητά και επίμονα από τα κοινά. Ακόμα και με την έρευνα για τη ζωή της, επέλεξε να μην ασχοληθεί. Το residency, το οποίο ξεκίνησε με το όνομα Margaroni ‘άνοιξε την πόρτα” σε έναν άλλο κόσμο κόσμο, τον κόσμο του πανηγυριού. Και έτσι όλο το πρότζεκτ άλλαξε ρότα, και δεν ήταν πλέον η βιογραφία της Μαργαρώνη. Η ρότα αυτή κατέληξε στο έργο που θα μας εκπροσωπήσει φέτος στην 60η Μπιενάλε, το “Ξηρόμερο/Dryland”, ένα διαμεσικό συλλογικό έργο βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα της αγροτικής ζωής και παράδοσης που αντλεί έμπνευση από τα πανηγύρια της ηπειρωτικής χώρας.
ρόκειται για ένα έργο που αποτελείται από ένα αγροτικό μηχάνημα άρδευσης το οποίο συντονίζει σε πραγματικό χρόνο τον ήχο, την κινούμενη εικόνα, και το φωτιστικό περιβάλλον της εγκατάστασης. Εξετάζει την εμπειρία ενός πανηγυριού, παρακολουθώντας μια διαδρομή από την πλατεία του χωριού έως τις παρυφές του γεωργικού τοπίου που το περιβάλλει. Συγκεκριμένα, αντλεί έμπνευση από τα πανηγύρια της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Αιτωλοακαρνανίας και της περιοχής του Ξηρομέρου στην Δυτική Ελλάδα, που δανείζει τον τίτλο στο έργο.
Η σύλληψη είναι των Θανάση Δεληγιάννη και Γιάννη Μιχαλόπουλου. Η καλλιτεχνική ομάδα εμπλουτίστηκε σταδιακά και προστέθηκε η εικαστικός και κινηματογραφίστρια Έλια Καλογιάννη, ο φωτογράφος και ντοκιμαντερίστας Γιώργος Κυβερνήτης, ο ηχολήπτης και σχεδιαστής ήχου Κώστας Χαϊκάλης και ο εικαστικός και αρχιτέκτονας Φώτης Σαγώνας. Επιμελητής της ελληνικής συμμετοχής είναι ο Πάνος Γιαννικόπουλος.
Εμείς ρωτήσαμε τους καλλιτέχνες και τον επιμελητή του έργου κάτι πολύ απλό, αλλά συνάμα πολύ ουσιαστικό. Τι σημαίνει το Ξηρόμερο γι΄αυτούς (οι απαντήσεις είναι με αλφαβητική σειρά).
Θανάσης Δεληγιάννης
Tο Ξηρόμερο μου θυμίζει τα πρώτα ταξίδια της έρευνάς μας με τον Γιάννη, σε έναν τόπο που δεν είχαμε ξαναεπισκεφθεί και που αναζητούσαμε κομμάτια μιας ιστορίας τόσο δικής μας, ο καθένας, όσο και ενός κόσμου που μάλλον δεν είναι πια ίδιος. Αρκετή οδήγηση μέρα και νύχτα, αφίσες πανηγυριών παντού, ξερά βουνά, τραγουδίστριες και τραγουδιστές που είχαμε ακούσει μόνο σε κασέτες ή στο YouTube, σημειώσεις μας σε ένα μπλε τετράδιο, σημειώσεις σε βίντεο και ηχογραφήσεις.
Συναντήσαμε ανθρώπους, στην αρχή με δυσκολία, μετά έγιναν πολλοί, που το Ξηρόμερο, τα τραγούδια και οι χοροί του είναι δικά τους. Μαζί με τους υπόλοιπους της ομάδας μας γίναμε μάρτυρες ενός περίπλοκου και πολύ ζωντανού οικοσυστήματος, αυτού των πανηγυριών της περιοχής, που ενώ οι λειτουργίες του μοιάζουν να παραμένουν αναλλοίωτες, ταυτόχρονα όλοι μας είπαν ότι όλα έχουν αλλάξει.
Κάτω από την κορυφή του Μπούμστου, στο Αρχοντοχώρι, βρήκα το αρνητικό μιας Θεσσαλίας, της πεδιάδας που γνωρίζω πολύ καλά. Και θα ξαναγυρίσω να μετρήσω τις στέρνες σε ένα τοπίο χωρίς δέντρα και που όλοι προσπαθούν να ξαναθυμηθούν τις περασμένες δεκαετίες με τις πολλές ζυγιές που έπαιζαν ταυτόχρονα.
Έλια Καλογιάννη
Τις θυμάμαι όλες, την Κική Μαργαρώνη που έκλαιγαν με τη φωνή της, τη Βαγγελιώ Χρηστιά και τα τραγούδια της στη λίμνη, τη Μάγδα με τους χαλβάδες της, τη Π’τσαρίνα που είναι πρώτη στο χορό, την κοπέλα στο δρόμο, την κοπέλα στην είσοδο, το κορίτσι με τα μπαλόνια, τη γυναίκα στην αφίσα, τη ψιλικατζού, τη λουλουδού, τις γυναίκες με τις πίτες, τις μαγείρισσες, τις εργάτριες, τις διοργανώτριες που μετράνε τη χαρτούρα, τη κυρία που ποτίζει με το λάστιχο, εκείνες που τις αποκαλούν δυναμικές κι εκείνες που κάποιοι τις αποκαλούν αδύναμες κι όλες εκείνες που συναντήσαμε στη διαδρομή μας.
Όλες εκείνες, τις παλιές, τζις καινούριες, τις αλλόκοτες, τις μελαγχολικές, τις νοσταλγικές, τις αναμνήσεις, τις συζητήσεις, τις συνεντεύξεις, το τοπίο, τη φύση, τη μέρα, τη νύχτα, τα πλάνα, τα βιώματα και τα αντικείμενα, όλα αυτά καλούμαστε να τα χωρέσουμε σε 250 τετραγωνικά, σε ένα κέλυφος που μοιάζει με εκκλησία αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει και με αποθήκη, που θυμίζει μια Ελλάδα του τότε που μάλλον είναι και το τώρα. Ή και όχι.
Γιώργος Κυβερνήτης
Προερχόμενος από τον χώρο της φωτογραφίας και του ντοκιμαντέρ με κύρια εστίαση στον κινηματογράφο της παρατήρησης, η σημασία στις λεπτομέρειες και στις μικρές καθημερινές τελετουργίες της ζωής κάθε ανθρώπου είναι ο τρόπος μου να κατανοώ και να διαβάζω τον κόσμο γύρω μου προσπαθώντας να τον εξηγήσω – όχι πάντα με επιτυχία.
Στο Ξηρόμερο, καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και της εμπειρίας μας στον τόπο, εντός και εκτός πανηγυριού, οι εικόνες που μου έμειναν, είτε καταγράφηκαν είτε όχι, λειτούργησαν με έναν τρόπο αποκαλυπτικό. H εμπειρία μιας τέτοιας αποκάλυψης είναι, βέβαια, αδύνατη χωρίς την ενδοσκόπηση. Ένα προσωπικό συναίσθημα ενθουσιασμού μικρού παιδιού και ταυτόχρονα μία αίσθηση ευθραυστότητας υπερίσχυαν.
Ξηρόμερο- Η ελληνική εκπροσώπηση της Μπιενάλε
Το βλέμμα στάθηκε στους εργαζόμενους που πουλούσαν χαλβάδες και μπαλόνια και τους μετανάστες που δουλεύαν στα χωράφια και πλένονταν με το νερό της άρδευσης. Στις γυναίκες που ήταν εκεί και σε αυτές που δεν μπορούσαν να είναι. Στα -κάποιες φορές λάθος- βήματα του χορού και στα παιδιά που έπαιζαν πόλεμο. Στο αγχωμένο ύφος του φωτογράφου που έψαχνε για πελάτες.
Στα μπλεγμένα καλώδια, τα αγροτικά μηχανήματα και τα ρομποτικά φώτα. Στους βοσκούς στο άγριο τοπίο του Μπούμστου το ξημέρωμα και στην γοητευτική ησυχία των χωραφιών και των λιμνών τη νύχτα. Αυτές οι ‘φέτες’ πραγματικότητας όπου το μάτι και η ψυχή μου στάθηκαν, διαμόρφωσαν μία αίσθηση η οποία θα με ακολουθεί.
Γιαννης Μιχαλόπουλος
Δύσκολεύομαι ν´ απαντήσω γιατί νιώθω το βλέμμα των ντόπιων να με περιμένει καθως προσπαθώ να χωρέσω στο ελληνικό περίπτερο στα Giardini της Μπιενάλε κάτι απο το δικό μου και το δικό τους Ξηρόμερο. Δεν είναι μόνο τοπωνύμιο ούτε κάν το μισό όνομα του έργου (μιάς και το υπόλοιπο ειναι Dryland).Το Ξηρόμερο είναι νομίζω «τροπικότητα». Οπως ακριβώς και το ξηρομερίτικο μουσικό ιδίωμα. Είναι το «πώς» και όχι το «ποιo».
Αν ακούσει κανείς παλιές ζωντανές ηχογραφήσεις απο τις κιτρινες κασέτες βλέπει την άργητα του πρωτου χορευτή στο τσάμικο και νιώθει πως όλα εκφέρονται διαφορετικά. Με πολύ βάρος, εκρηκτικό πόνο και ξεφρενη επιμονή στην δεξιοτεχνική απλότητα. Εχει τον τοπικό του ήρωα, σχεδον ημίθεο τον Τακη Καρναβά και όλους τους δημοτικούς που για να καταξιωθούν έπρεπε να περάσουν απο εκεί. Όλοι στο Ξηρόμερο γίνονταν διαφορετικοί.
Πάντως σίγουρα πλέον στου Σύλλα Καρκάση στη Ζάφτσα δεν παίζουν ο Βαγγέλης Σούκας με την Κική Μαργαρώνη, αν κάτσεις όμως στο Καφενείο του Σιδερά, θ´ακούσεις ίσως την αντήχηση του έκο να χτυπάει στο Μπούμστο.
Φώτης Σαγώνας
Το Ξηρόμερο; Στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, δυτικά. Τόπος ξηρός και άνυδρος. Το πανηγύρι εκεί ―ύψιστη κοινοτική πολιτισμική έκφανση. Πότε πέρασμα για προορισμούς αναψυχής πιο δυτικά και πότε τα λιμάνια του θέση για ψάρεμα. Παιδικές αναμνήσεις μπλεγμένες με αφηγήσεις του πατέρα μου που έζησε εκεί. Το δικό «μας» Far West. Ένα βλέμμα σε αποστροφή. Η έρευνα του Margaroni Residency. Η πρόσκληση στην ομάδα. Η ανάθεση της εκπροσώπησης. Μια διαδικασία διαρκούς αποσταθεροποίησης. Μια ομάδα σε δημιουργική περιδίνηση. Ένα εξάμηνο προετοιμασίας. Τώρα στη Βενετία.
Κώστας Χαϊκάλης
Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν μπήκα σε αυτό τον κόσμο για πρώτη φορά πριν δυο χρόνια. Ένα κόσμο που μέχρι τότε θεωρούσα φαιδρό και ξεπερασμένο. Ο σεβασμός, η αγάπη και η εμμονή με την ιστορία του που έχουν οι άνθρωποι που τον αποτελούν δε γίνεται να μη σε συνεπάρουν. Το να αποτυπώσεις ηχητικά κάτι τέτοιο είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση.
Η αδιανόητα δυνατή μουσική, ο κοσμος, οι πάγκοι, οι γεννήτριες, τα παιδιά που παίζουν, συνομιλούν τόσο έντονα μεταξύ τους αλλά και όλος αυτός ο οργανισμός αλληλεπιδρά τόσο αρμονικά με την ηρεμία του εσωτερικού μιας εκκλησίας -βρίσκεται στο κέντρο του- , με ένα ποτιστικό που κρατάει το δικό του ρυθμό όλο το βράδυ στις παρυφές του χωριού ή τη φύση που ησυχάζει χιλιόμετρα μακρυά. Η μετάβαση (crossfade) το ξημέρωμα από το σκοτάδι στο φως και η αλλαγή της σκυτάλης του θορύβου από το πανηγύρι στο χωριό, αποτελεί μια συμφωνία από μόνη της.
Τώρα μένει να δω πώς θα μιλήσει το Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας με το Ξηρόμερο/ Dryland της Βενετίας. Ο ηχος τη αναπνοής του ποτιστικού μας σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα υλικά της έρευνάς μας, μου δημιουργεί μια συγκίνηση που εξακολουθεί να με εκπλήσσει.
Και ο επιμελητής Πάνος Γιαννικόπουλος
Το Ξηρόμερο το γνώρισα αρχικά μέσα από τις πολιτισμικές αναφορές. Η μουσική παράδοση και η καθημερινή ζωή, η εργασία στον τόπο, η εμπειρία της περιοχής ήρθε μέσα από το βλέμμα της καλλιτεχνικής ομάδας που δούλεψε εκεί για μήνες, αλλά και από προηγούμενες εικαστικές μεταγραφές στο έργο του Πάνου Χαραλάμπους που επίσης έχει καταγωγή από την περιοχή.
Η ματιά και ο ήχος υπήρχε ήδη, τα μουσικά ακούσματα έδιναν τον ρυθμό στη συγγραφή και με την πρώτη ευκαιρία ακολούθησα από κοντά τη διαδρομή που δημιουργεί το έργο από το Ξηρόμερο και τα Ακαρνανικά όρη στη Θεσσαλία, αυτή την τεχνητή αντίθεση που τελικά ανατρέπεται.
Στο έργο αυτά που θεωρούμε ανόμοια και ασύνδετα λειτουργούν συμβιωτικά, η πολιτισμική παράδοση προσεγγίζεται με εκτίμηση και την ίδια στιγμή γίνεται λειτουργική, έρχεται στο σήμερα χωρίς ιερότητα και δεν προσποιείται ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι. Το εξωπραγματικό και το κοινότοπο ενώνονται, δεν υπάρχει όμως στο τέλος τίποτα περίεργο – μένει μια οικεία ματιά στο τοπίο, στα εργαλεία, τα σκουριασμένα μηχανήματα, τα κουρασμένα σώματα, τα σώματα που γιορτάζουν. Η παγίδα μιας από μακριά εθνογραφικής παρατήρησης ανατρέπεται μέσω του συναισθήματος και της αμεσότητας της σχέσης.
Info: Η 60ή Διεθνής Έκθεση Τέχνης – La Biennale di Venezia θα διεξαχθεί από τις 20 Απριλίου έως τις 24 Νοεμβρίου στη Βενετία.
Εθνικός Επίτροπος – Οργάνωση: ΕΜΣΤ
Προεγκαίνια: 17-19 Απριλίου
Εγκαίνια Περιπτέρου: 18 Απριλίου, 13:30
pavilionofgreece2024.emst.gr