Μια βασική διαφορά δική μας από τη Βενεζουέλα είναι ότι εμείς δεν έχουμε πετρέλαιο, Μια άλλη είναι ότι δεν έχουμε ούτε δικό μας νόμισμα, ενώ εκείνη έχει. Μια ακόμη είναι ότι εδώ, παρά τα προβλήματα, την ανεργία, το ότι ασχολείται μαζί μας όλος ο κόσμος, δεν πεθαίνουν σωρηδόν παιδιά από καθημερινά νοσήματα, ούτε έχει ρεύμα 3 ώρες τη μέρα. Ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι δουλεύουν 2 μέρες τη βδομάδα, ούτε έχει ωράριο για στέγνωμα μαλλιών με πιστολάκι, ούτε «ντου» σε εμπορικά κέντρα για εσώρουχα. Η βασικότερη διαφορά, όμως, είναι ότι εκείνοι δεν έχουν… τοκογλύφους σαν τους δικούς μας να τους δανείζουν αρχικά με 0,05% και μετά με 1%(και να λένε και παραμύθια διάφοροι ότι «όλα τα λεφτά πάνε στα τοκοχρεολύσια», κρύβοντας ότι πρόκειται όχι για τα τωρινά δανεικά, της «διάσωσης», αλλά τα προηγούμενα, τα τρέχοντα που χρωστάμε, όπως χρωστά όλη η Γη).
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να υπάρχει μια τελείως διαφορετική αντίληψη εδώ κι εκεί για το τι είναι φτώχεια. Εκεί είναι ξεκάθαρο. Φτώχεια είναι να βγαίνεις για κρέας με τη ματσέτα στο χέρι το βράδυ. Εδώ είναι οι πάμπολλες υπαρκτές περιπτώσεις συμπολιτών μας που δεν τα βγάζουν πέρα. Οι αληθινά φτωχοί που στις κρίσεις γίνονται περισσότεροι, ειδικά αν κανείς δεν αποδέχεται ότι υπάρχει κρίση ώστε να την αντιμετωπίσει. Αλλά κακομαθημένους που διαμαρτύρονται χωρίς να υποφέρουν αληθινά θα βρεις στην Ελλάδα σε τρομακτικά ποσοστά, ίσως γιατί είναι και η χώρα κακομαθημένη.
Χτες(ευτυχώς έχω μάρτυρες και είναι και προοδευτικοί άνθρωποι)βρεθήκαμε με μια παρέα στη δυσάρεστη θέση να αναρωτηθούμε τι δεν πάει σε τούτο τον τόπο. Δυο νεαρά αγόρια, ντυμένα με τις βερμουδάρες τους και φορώντας τις παπουτσάρες τους, περιδιάβαιναν το κέντρο ζητώντας κανα φράγκο από τους περαστικούς. Σε μας ο ένας ζήτησε να του πάρουμε ένα σάντουιτς. «Ένα σάντουιτς; Δηλαδή 2,5 ευρώ;», απόρησε ένας από την παρέα. Ένας άλλος, πιο ρομαντικός, φώναξε τον πιτσιρικά και παίρνοντας καθαρό πιρούνι πήγε να του κόψει από το κρέας που είχε για μεζέ. «Αυτό φάτο εσύ. Δεν θέλω από το δικό σου. Δικό μου θέλω», ήταν η απάντηση του νεαρού. Ο φίλος μας το θεώρησε μεγάλη προσβολή και καθώς είναι και ζοχαδιακός(παρότι ουμανιστικών απόψεων), στο τσακ σταμάτησε από το να διαολοστείλει το κακομαθημένο, κακοντυμένο, παιδί-τρακαδόρο.
Ο μικρός σίγουρα δεν έκανε επαιτεία, είχε απλά βγει για μια είσπραξη, οποιαδήποτε. Ζήταγε λεφτά για ένα σάντουιτς, ξέροντας τον μαξιμαλισμό του αιτήματος και ελπίζοντας ότι θα βγάλεις να του δώσεις πενήντα λεπτά ή ένα ευρώ. Στην πραγματικότητα έκανε μια πώληση, αλλά ήταν υπερβολικά καλοντυμένος και υπερβολικά αγνώμων για να φανεί φτωχός. Ο πιο σκληρός από την παρέα μας, ίσως ο μόνος που δεν ένιωσε άβολα, γιατί ο πιο περπατημένος, γέλασε με τη σαστιμάρα μας: «Μένει σε δικό του σπίτι να έχετε υπόψη σας, τώρα που θα αρχίσετε να ρωτάτε που πάει αυτή η κοινωνία και να έχετε τύψεις»…
Αρχίζω να πιστεύω τελικά ότι η φτώχεια δεν έχει καμιά σχέση με την αξιοπρέπεια. Στην Ελλάδα και η φτώχεια έγινε εργαλείο για ιδεολογία και για χειραγώγηση συνειδήσεων. Και την πλήρωσαν οι αληθινά φτωχοί που τώρα είναι πιο αόρατοι από ποτέ.
Γ.Συμψηρής