Η ντοπιολαλιά μας είναι κάπως παράξενη για πολλούς, αστεία για άλλους, «χωριάτικη» για τους πρωτευουσιάνους…
Είναι όμως οι φράσεις που πρωτοακούσαμε από τα χείλη της γιαγιάς και του παππού, ιδιόμορφες συλλαβές που έχουν μπει στο χρονοντούλαπο της τοπικής ιστορίας.
Ευχαριστούμε τoν Γιάννη Παπακώστα που με πολύ κόπο μάζεψε αυτό τoν θησαυρό και μας τον παρουσιάζει σέ συνέχειες. Για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι καί να μάθουν οι νεώτεροι
κ
• κάβρας, ο: ο κάβουρας και εργαλείο των υδραυλικών
• καζάκα, η: ανοιχτό ξύλινο φορείο με χερούλια στις ά¬κρες του, για να μεταφέρεται από δυο άτομα που χρησίμευε παλιότερα για μεταφορές, σε μικρές αποστάσεις, υλι¬κών με μεγάλο βάρος, π.χ. λιθαριών -απ’ την τουρκ. λ. kazik = πάσσαλος, παλούκι
• καζάντ΄, το: το κέρδος
• καζαντίζου: πλουτίζω, αποκτώ περιουσία- τούρκ. λ. kazanmak
• καζάντσα: πρόκοψα
• καήλα, η: το κάψιμο
• καθάριου, το: το σταρένιο ψωμί
• κάθαρος, ο: το κλάδεμα των αμπελιών. απ’ την αρ¬χαιοελληνική λέξη καθαίρω = καθαρίζω.
• κακάβ΄, το: μεταλλικό σκεύος μαγειρέματος μεγάλο και χωρίς καπάκι- απ’ την αρχ.λ. κακκάβη= χύτρα
• κακαράντζα, η: τα κόπρανα της γίδας
• κακαρώνου: ξεψυχώ, τα χάνω, πεθαίνω (τα κακάρωσι ή τα γκούρλωσι)
• καλαβρός: είδος κανθάρου
• καλάϊ, το: ο κασσίτερος με τον οποίον ‘‘γάνωναν’‘ παλιά τα χάλκινα σκεύη
• κάλανους, ο: μεγάλος κρουνός απ’ τη λατ. λ. canalis: σωλήνας, οχετός, διώρυγα
• καλατζής, ο: γανωματής μπακιριών
• καλέσια, η: άσπρη προβατίνα με μύτη και αυτιά μαύρα.
• καλιάζου: συναντώ, ταιριάζω, συμφωνώ. – επίσης σημαίνει και συναντώ κάποιον, που ψάχνω. ‘‘δε θα σι καλιάσου; θα ιδείς τι θα πάθ’ς’‘
• καλιακούδα, η: η καρακάξα / η δύσμοιρη γυναίκα
• καλιγκούτσια ή καρκατσέλα: λέγεται όταν βάζουμε κάποιον, συνήθως μικρά παιδιά, στους ώμους
• καλικατζούρες: τα άσχημα γράμματα
• καλοσκέρασμα, το: το καλοδέξιμο με γλυκό, νερό κλπ.
• καλοσκέρσα: πρωτοδοκίμασα
• καλπουζάν΄ς, ο: απρόκοφτος, βραδυκίνητος, τεμπέλης, ζαβολιάρης- τούρκ. λ.
• καλπουζανιά, η: η απάτη
• κάλφας ή καλφούδ΄: μαθητευόμενος τεχνίτης, κυρίως ράφτης ή παπουτσής
• καμάρα, η: η πόρτα
• κάμαρη, η: το υπνοδωμάτιο
• καμπλάφ΄, το: το καπέλο του παππά, καλυμμαύχι
• καμπρουλάχανο, το: το λάχανο, η κράμβη, η μάπα
• κάνα ή κανά: κανένα, κάποιο – ‘’θα πάμι κάνα προυί’’
• καναβίδ΄, το: λεπτό και ανθεκτικό σχοινί
• κανίσκ΄, το: καλοζυμωμένο ταψόψωμο στολισμένο με κουφέτα, σουσάμι και αλειμμένο με κρόκο αυγού, πεσκέσι γάμου
• κάπα, ή καπότα, ή καπότου: μάλλινο βαρύ πανωφόρι από τραγόμαλλο που φορούσαν οι βλάχοι τους χειμερινούς μήνες
• καπλιάφ’, το: το καπέλο
• καργιά, η: η καρυδιά
• καργιαμπέζος, ο: γλυκοτσουχτερό μαυροκόκκινο κρασί από κοσμάδια
• καρδάρ’, το ή καρδάρα, η: ξύλινο στρογγυλό δοχείο που αρμέγανε τα πρόβατα / υποδιαίρεση του κάδου = 15 οκάδες
• καρκαριέμαι: γελάω δυνατά – ‘’καρκαριέται’’: κακαρίζει η κότα ή ‘’γιατί καρκαριέσαι σαν κότα’’
• καρκώνου: πνίγω, δένω σφιχτά
• Κάρλελι ή Κάρελι: η Αιτωλοακαρνανία, εκτός από το Απόκουρο δηλ. την Βόρεια Τριχωνίδα. Από το τουρκ. καρλή ιλί = χιονισμένη χώρα, η χώρα του Καρόλου Τόκκου
• καρμαλίζω: ροδοκοκκινίζω ψωμί στα κάρβουνα
• καρτεράω: περιμένω
• καστραβέτσ’, το: το αγγούρι
• καταΐ: κάτω, κατάχαμα
• κατακέφαλου, το: δυνατό χαστούκι
• κατακραή: κατακραυγή
• κατάνακρα: τελείως στην άκρη
• καταψιά, η: γουλιά ή μπουκιά
• κατελώνω: βρομίζω – ‘’κουρίτους κατιλουμένους’’= βρόμικος κουρίτος
• κατιβασιά, η: η απότομη αύξηση νερού ποταμιού λόγω δυνατής βροχής
• κατίκ’: το κατίκι, είδος τυριού αλλιώς τσαλαφούτ’
• κατράου: κατουρώ- αόρ. κατρήθκα
• κατρήθρα ή κατρουλήθρα, η: η ουροδόχος κύστη
• κατσαμάκ΄, το: είδος τυριού, βρασμένο καλαμποκάλευρο με κρεμμύδι
• κατσιάζω: αδυνατίζω, χάνω τη ζωτικότητά μου, μτφ. μαραζώνω
• κατσίλωσε: έστησε αφτί
• κατσιούλα, η: κουκούλα, σκούφια
• κατσιουλωμένος, ο: ο κουκουλοφόρος
• καψώνου: ζεσταίνομαι
• κβαρ’, το: κουβάρι
• κβέλ’, το: ξύλινο δοχείο μέτρησης δημητριακών ισούται με 15- 20 οκάδες
• κβιντιάζω : κουβεντιάζω
• κεδρομπούπλα, τα: οι καρποί του κέδρου
• κειαφίζου: θειαφίζω – ουσ. το κιάφ’
• κεικάτ΄: εκεί κάτω
• κειός: εκείνος
• κειπάν΄: εκεί πάνω
• κειπέρα: εκεί πέρα.
• κειταστείτι: προστακτική μητέρων προς τα παιδιά για κατάκλιση – από το ρ. κείμαι
• κενώνου: βάζω φαγητό απ’ την κατσαρόλα στα πιάτα. απ’ το ρήμα εκκενώνω = αδειάζω
• κεράν΄, η: το μεταξύ της στέγης και της οροφής μέρος του σπιτιού
• κήπια και κηπόγιουρτα: οι κήποι του σπιτιού
• κθάρ, το: κριθάρι
• κιντίδ’, το: κεντίδι
• κιντράδ’, το: κεντράδι, μπόλι σε δέντρο ή φυτό
• κιντρώνου: μπολιάζω καρποφόρο δέντρο με ‘‘μάτι’‘
• κιράσ’, το: το κεράσι
• κκί, το: το κουκί- κκιά, τα: τα κουκιά
• κλάρα, η: κλαδί- μτφ είμαι κουρασμένος
• κλαρίζω: κόβω κλαριά πεσμένου δένδρου
• κλαρώνου: ανεβαίνω σε δέντρο και τρώω κλαρί επί ζώων – ‘’κλάρουσι απάν’ στου δέντρου’’ και ‘’κλάρωσι του παιδί…’’ =μεγάλωσε και δεν έχει ανάγκη την βοήθεια κανενός
• κλειτσνάρ’, το: το κόκαλο της κνήμης του αρνιού, ειρωνικά το αδύνατο πόδι
• κλειώ: κλείνω
• κλήρα: κληρονομιά – ‘’τ΄ Αϊ Θυμιού θύμαμε κλήρα να σ΄αφήσου’’
• κλιψ’μέικο, το: κλεμμένο
• κλό: ανάπηρο, κουλό – ‘’είναι κλό το χέρι μου’’
• κλουπακάω: ανακατεύω, αναταράσσω
• κλουπάκημα, το: ανάδευση, κούνημα
• κλουρ΄, το: κουλούρι
• κλούρα, η: κουλούρα
• κλουφ΄, το: μικρή θήκη, π.χ. η θήκη του θερμόμετρου, το καπάκι του στυλό- παραφθορά της λέξης κέ¬λυφος
• κλωνά, η: κλωστή
• κλωτσοτύρ΄, το: είδος τυριού που γίνεται με βράσιμο του τυρόγαλο που μένει από το πήξιμο του τυριού
• κμανταρίζου: συγυρίζω το σπίτι, περιποιούμαι κάποιον –ιταλ. λ. comando
• κμασ’ , το: γουρουνόσπιτο αλλά και ο παλιάνθρωπος
• κμοντόρι, το: είδος ντομάτας- ιταλ. λ.
• κμπούρα, η: η κουμπούρα, πιστόλι / μετφ. ο ανεπίδεκτος μαθήσεως
• κνάβ’, το: το κουνάβι
• κνάω: κουνάω
• κνεις: κουνήσου
• κνέλ’, το: το κουνέλι
• κνιέτι: κουνιέται
• κνος: οκνός
• κνουπ’, το: κουνούπι
• κοβ΄: κοβει
• κόκουτους, ο: ο πετεινός απ’ την αρχ. λ. κόττος = πετεινός
• κοκοφρίγκ΄, το: βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, το αμέσως μετά τη γέννα.
• κόνισμα, το: το εικόνισμα
• κόπανους, ο: χοντρό ξύλο για το πλύσιμο χοντρών ρούχων, μτφ. ο χαζός, ανόητος
• κορδέλα: μηχανή κοπής ξύλων
• κορκάρ΄, το: κοκκάρι
• κόρφους, ο: η μασχάλη
• κορφόφλλου, το: τα πάνω – πάνω φύλλα του καπνού, εξαιρετικής ποιότητας
• κοσί: γρήγορα, τροχάδην
• κοσιά, η: μεγάλο δρεπάνι σε μακρύ ξύλο για κόψιμο τριφυλλιού και αγριόχορτων
• κοσμάδια, τα: μαύρα βουνίσια σταφύλια με σμιχτές ράγες
• κότενα: η γυναίκα – μπολιάρικα
• κοτρίδια, τα: όψιμα μικρά σταφύλια, αγουρίδες
• κότσιαλο, το: μικρό ξυλαράκι, σκουπιδάκι, άτριφτο στάχυ, κοτσάνι καλαμποκιού-καλαμποκότσαλο
• κουβαράς: το κρασί – μπολιάρικα
• κουκόσα, η: καρύδι με τη φλούδα του – απ’ τη σλαβική λέ¬ξη kokoska = καρπός καρυδιού
• κουκουφρίν΄ ή κοκοφρίγκ΄, το: έδεσμα από βρασμένο πρωτόγαλα με αυγά και αφού πήξει καλά αλλιώς κουλάστρα ή κλάστρα – το κουκουφρίν΄ χρησίμευε και ως φάρμακο για τα αυτιά
• κουλόριζο, το: η παραφυάδα
• κουλουβά, τα: χρήματα -μπολιάρικα
• κουλουκ΄θολέλδα, τα: κολοκυθολέλουδα, τα άνθη της κολοκυθιάς
• κουλουφούσ’, το: παραβλάστημα, παραφυάδα δέν¬δρου- σύνθετη λ. από τις αρχ. ‘’κώλον’’, που επί φυτών σημαίνει κλάδος και ‘’φύστις’’ = γε¬νεά, απόγονοι
• κουλουφουτιά, η: η πυγολαμπίδα
• κουλυμπιθρόξ’λου, το: γερό ξύλο που το περνούσαν από τα χερούλια της κολυμπήθρας για να κουβαληθεί πιο εύκολα
• κουμποθλιά, η: θηλιά που σχηματίζεται με κόμπο
• κουμπόϊ, το: καραβάνι με ζώα
• κουμπουθιάζου: δένω κόμπο
• κουμπουιάνος: το πουλί κομπογιάννος -μτφ. μικροκαμωμένο άτομο
• κουμπουράω: πυροβολώ
• κουμπουρέλια, τα: οι χνουδωτοί σφαιρικοί καρποί του πλάτανου / μτφ. οι όρχεις
• κουνεύω: διανυκτερεύω
• κουντοσβόερας, ο: ο πολύ κοντός
• κουντουζγώνου: έρχομαι κοντά
• κουράστρα ή κουλάστρα και κλάστρα, ή χουλιάστρα: το ‘’πρωτόγαλα’’ προβατίνας ή κατσί¬κας, πολύ πηχτό -απ’ τη λατ. λ. colostra = το πρωτόγαλα
• κουρέτζιλο, το: το κουρέλι- δεύτερο συνθετικό η λ. ρέτζιλο = κουρέλι
• κουρέφκα: κουρέφτηκα
• κουρίτος, ο: ταΐστρα, σκαμμένος κορμός απ’ όπου έπιναν νερό ή έτρωγαν τα ζώα/ σκαφίδα – απ’ τη σλαβική λέξη koryto : σκάφη
• κουρκούτ’, το: κουρκούτι, χυλός με αλεύρι αλλά και το ανακάτεμα
• κουρκουτιάζου: ξεμωραίνομαι, θολώνει το κεφάλι μου
• κουρκωτό, το: είδος φαγητού, κάτι σαν στραπατσάδα
• κούρνια ,η: το κοτέτσι
• κουρνιάζω: μτφ, μαζεύομαι, γέρνω να κοιμηθώ
• κουρνιαχτός, ο: σκόνη
• κούρος, ο: το κούρεμα των προβάτων
• κουρφ’νός, ο: κορυφαίος, ο πιο ψηλός σε θέση -‘‘κόλλα στου κουρφ’νό κλουνάρ’’= ανέβα στο πιο ψηλό κλω¬νάρι
• κουσεύω: φεύγω γρήγορα -μπολιάρικα
• κουσιάρκο, το: το εικοσάρικο
• κουσμάρ’, το: τσοπάνικο φαγητό δυσεύρετο πλέον. Παρασκευάζεται α¬πό τυρί φρέσκο και λίγο αλεύρι, τα οποία βράζονται μέ¬χρι να χυλώσουν, σχετ. αλβαν.λ. hoshmar
• κουσταντάρας: το τυρί- μπολιάρικα
• κουτάω: τολμάω
• κούτρα, η: το κεφάλι
• κουτρού: στην τύχη
• κουτσιώρου, η: το αβάφτιστο κοριτσάκι, η μπέμπα
• κούτσκο, το: το μικρό
• κουτσλιά, η: κουτσουλιά
• κουτσοκέφαλα : αστεία, χωρατά
• κουτσομαδάου: αφαιρώ φύλλα, άνθη, από φυτό εδώ κι εκεί
• κουτσομισιάστκα: κοψομεσιάστηκα
• κουτσουπδάω: κάνω μικρά πηδήματα
• κουτσπιά, η: κουτσουπιά, αγριοχαρουπιά
• κουφρίδια: τα περιττώματα
• κουφρίζω: αποπατώ
• Κράβαρι ή Κράβαρα: η βόρεια Ναυπακτία
• Κραβασαράς, ο: η Αμφιλοχία
• κρεματζαλιέμι: κρεμιέμαι από ψηλά
• κρένου: μιλώ σε κάποιον, ανταλλάσσω χαιρετισμό με κάποιον
• κριβατίνα, η: ξύλινη ή σιδερένια σκάρα για τα κλήματα, χρησιμοποιείται για ίσκιο
• κρικέλ΄, το: κρίκος στερεωμένος στον τοίχο για το δέσιμο των ζώων/ κρικέλα: μτφ. θέση στο δημόσιο
• κρίν’τ : μίλησέ του- κρίν΄ τ΄Μήτρ΄= μίλησε του Μήτρου
• κριτιλάγκος, ο: το λαρύγγι
• κριτσάπια, τα: κακοτράχαλος τόπος, χωράφια σε κορφές λόφων με πολλά βράχια, για τούτο άγονα
• κριτσιανίθρα ή κριτσανίδα ,η: ο χόνδρος
• κριτσιανώ: ειδικός ήχος από σπάσιμο χόνδρου ή ξύλου ή τρίξιμο δοντιών ‘’γιατί κριτσιανάς τα δόντια΄ς; ’’
• κριτσνουβουλάει: τρίζει
• κρούνης, ο: ο αξιολύπητος, ο ταλαίπωρος, ο κακόμοιρος μτφ. ο δύσμοιρος- από την κουρούνα
• κρυγιουλόγ΄, το: κρυολόγημα
• κρυφτλάκια: κρυφτούλια για παιχνίδι
• κσή : χρυσή
• Κστάντου : Κωστάντω
• Κστος: Χριστός, λέγεται όταν κάποιος στραβοκαταπίνει
• Κστούεννα: Χριστούγεννα
• Κστόφουρος : Χριστόφορος
• κταβ’, το: κουτάβι, το νεογέννητο σκυλί, ο κουτοπόνηρος άνθρωπος
• κτάλ’, το: το κουτάλι
• κτη, η: κουτή
• κτι, το: κουτί
• κτσάθκα: κουτσάθηκα
• κυργιαρίνα, η : το πουλί τσίχλα, επιστ. Κίχλη η Μουσικός
• κφάθκα: κουφάθηκα
• κφάλα: κουφάλα, κοίλωμα δένδρου
• κφο, το: κουφό
• κφόβρασ’, η: κουφόβραση, ζέστη με υγρασία
λ
• λ’βί, το: το λουβί- για φασόλι, κουκί- απ’ την αρχ. λ. λοβός= κέλυφος οσπρί¬ων
• λ’τσιέμαι: βρέχομαι
• λαγαρίζου: λαμπικάρω, καθαρίζω
• λαγγιόλι: πτυχή φουστανέλας
• Λαζαρούδια, τα : τα παιδιά πού λένε τα κάλαντα του Λαζάρου.
• λαήν’, το: το λαγήνι
• λαϊάζου: κάθομαι κάτω ακίνητος, λουφάζω
• λάϊος, ο: μαύρος
• λάϊτσα: κόκκινο καλαμπόκι
• λακάου: φεύγω τρέχοντας. απ’ το αρχ. ρ. λάσκω
• λάκκα, η: ίσιωμα, άδενδρος έκταση συνήθως επίπεδη. απ’ την αρχ. λ. λάκκος
• λάκσε: έφυγε
• λαμπογιάλι, το: λάμπα για φωτισμό του σπιτιού με φυτίλι και πετρέλαιο
• λανάρι, το: εργαλείο για το ξάσιμο του μαλλιού
• λαναρίζω : ξαίνω
• λαός : λαγός
• λαούμ΄: τρύπα μέσα στη γη, βαθούλωμα, λαγούμι
• λάτε : ελάτε
• λατσούδ’, το: κλαδί από έλατο απ’ τη λ. ελατούδι ή ίσως από το λατ. lancea = μα¬κρύ δόρυ
• λάχ΄ (μη): μην τύχει
• λεβέτι, το: χάλκινο καζάνι
• λειτουργιά, η: το πρόσφορο
• λιανίζω: κομματιάζω
• λιανοβέτλο, τό : κατσίκι ενός έτους
• λιανός: αδύνατος, λεπτός, άδειος
• λιάρος: ο παρδαλός και τα μαύρα γίδια με λίγα άσπρα σημάδια
• λιάστ’κα: έκατσα στον ήλιο
• λιάστρα: μέρος όπου άπλωναν τις αρμάθες των καπνών για να ξεραθούν
• λιάτα, η: μικρό τσεκούρι
• λιθάρ΄, το: η πέτρα
• λιμάρ΄: δέμα σταριού
• λιμπά, τα: από το λατ. libo ή libido
• λιμπίζομαι: λιγουρεύομαι, επιθυμώ πολύ
• λιόκια, τα: οι όρχεις
• λιόκριση: ίκτερος βαρειάς μορφής
• λιουράβ‘: κοντόχοντρο ξύλο για χτύπημα καλαμποκιού
• λισβός, ο: αδύνατος, άπαχος
• λόγγους, ο: πυκνό δάσος θάμνων
• Λομποτινά : η Άνω Χώρα
• λόντζα, η: αυλή / αποθήκη, καλύβα για ζώα αγγλ. λ.
• λούζα: τόπος χωρίς ορίζοντα, μικρή στενή κοιλάδα
• λούζες: χωράφια που κρατούν τα όμβρια ύδατα
• λουθ’νάρ’, το: φλεγμονώδες εξάνθημα του δέρματος, ο γνωστός ‘‘καλόγερος’‘ απ’ την αρχ. λ. δοθιήν (δοθιήν > δοθηνάρι > δουθ’νάρ’ > λουθ’νάρ)
• λούρα, η: η βέργα, μακρύ και λεπτό ξύλο για το τίναγμα ελιών, καρυδιών κλπ αλλά και ομφάλιος λώρος
• λουρίτ’ς, ο: είδος δεντρογαλιάς
• λούσκα: λούστηκα
• λούτος: χαζός, ανόητος
• λούτσα (έγινα): έγινα μούσκεμα, βράχηκα πολύ
• λυτάρ’, το: σκοινί που δένουν τα ζώα