Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας
Αδιάκοπα για σαράντα χρόνια ο Σύλλογος Εμπεσιωτών με έδρα στην Αθήνα «Άγιος Θωμάς», διοργανώνει τα καλοκαίρια πολιτιστικές εκδηλώσεις στον Εμπεσό του Βάλτου, Δήμου Αμφιλοχίας.
Μεγάλη ήταν η συμμετοχή των κατοίκων και των πολλών επισκεπτών από Αθήνα, Αγρίνιο, Αμφιλοχία και την γύρω περιοχή. Οι εκδηλώσεις με τίτλο «Ιδομένεια» έγιναν στο προαύλιο των Δημόσιων εκπαιδευτηρίων, Γυμνασίου- Λυκείου. Η μεγάλη του ευρυχωρία και σωστή διαμόρφωση είναι ιδανικός χώρος για κάθε είδους εκδηλώσεις, όπως αθλητικές, θεατρικές, μουσικές, χορευτικές, εκθεσιακές και άλλες δραστηριότητες. Στον άνετο χώρο μπορούν να φιλοξενηθούν εκατοντάδες επισκέπτες.
Ο Πρόεδρος του συλλόγου κύριος Βασίλειος Πατσαούρας και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, με την βοήθεια των δραστήριων εθελοντών, διοργάνωσαν τις τριήμερες εκδηλώσεις που στηρίζει η Κοινότητα Εμπεσού και έχει και την συμμετοχή και στήριξη του Δήμου Αμφιλοχίας.
Την πρώτη μέρα των εκδηλώσεων, το βράδυ της Παρασκευής 11ης Αυγούστου καλεσμένοι ομιλητές ήταν η κυρία Σταυρούλα Μοσχοβίτη και ο κύριος Νικόλαος Χούτας και οι δύο Διδάκτορες ιστορίας, εκπαιδευτικοί και συγγραφείς.
Μίλησαν για τα Ελληνοτουρκικά θέματα του τελευταίου αιώνα, μια και το 2023 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την συνθήκη της Λωζάνης.
Γνώστες και οι δύο ομιλητές της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας ανέλυσαν τις ιστορικές και διπλωματικές όψεις της συνθήκης καθώς και τον αντίκτυπό τους στις σχέσεις των δύο χωρών.
Συντονίστρια της εκδήλωσης ήταν η κυρία Πηνελόπη Σταθούλια, μέλος του Συλλόγου, η οποία χαιρέτισε τους πολλούς επισκέπτες στην εκδήλωση, προλόγισε τους ομιλητές και τους έδωσε τον λόγο.
Ο κύριος Χούτας μίλησε για τα εκατό χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης. ( η πλήρης ομιλία του ακολουθεί στο τέλος του κειμένου)
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα της ομιλίας του και σημεία που τόνισε ιδιαίτερα.
«Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, η στρατηγική, το όραμα και οι επιδιώξεις ενός αιώνα τερματίζονται. Ταυτόχρονα με το πικρό ποτήρι της ήττας, οι Έλληνες, με τη συνθήκη της Λωζάνης, βάζουν τα θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι ένα ορόσημο που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και ταυτόχρονα την αφετηρία μιας νέας για την Ελλάδα και την Τουρκία. Είναι ο οριστικός τερματισμός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με την Ελλάδα από χώρα νικήτρια το 1919 να βρίσκεται το 1922 στη μεριά των ηττημένων».
«Η Ευρώπη δημιούργησε με τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών το 1919 μια νέα ισορροπία δυνάμεων, «τα θεμέλια ενός νέου συστήματός διεθνών σχέσεων», σύμφωνα με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον. Και πως να μην είναι έτσι, αφού τρεις αυτοκρατορίες διαλύθηκαν και ανασχηματίστηκαν, Αψβουργική, Ρωσική, Οθωμανική. Οι Συνθήκες Ειρήνης καταλήγουν στη ριζική αναθεώρηση του χάρτη της Ευρώπης»
«Στη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης είχε αποφασιστεί η κατάληψη της Σμύρνης και της ευρύτερης περιοχής της από τις ελληνικές δυνάμεις οι οποίες στις 9 Ιουνίου 1920 πέρασαν τη «γραμμή Μίλν» και άρχισαν επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Μέσα σε δέκα μέρες, με μια αστραπιαία επιχείρηση έφτασαν στη θάλασσα του Μαρμαρά, κατέλαβαν την Προύσα και αντάλλαξαν τα βρετανικά στρατεύματα από την απειλή αιχμαλωσίας. Το πλήγμα για τους Τούρκους ήταν οδυνηρό, σε άνδρες και υλικό. Στις επιχειρήσεις έλαβε μέρος και μία μοίρα πεδινού πυροβολικού με διοικητή της, τον ταγματάρχη Σοφοκλή Βενιζέλο, ο γιος του πρωθυπουργού πολεμούσε στη πρώτη γραμμή».
Μίλησε για την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου και για τις έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις στις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Και για το «στρίμωγμα» της Τουρκίας που κινδύνευε να χάσει τα 4/5 των εδαφών της με την Συνθήκη των Σεβρών, χάριν του αποικιακού ξαναμοιράσματος της Εγγύς Ανατολής. Μίλησε για τον διακεκριμένο αξιωματικό του Οθωμανικού στρατού τον Μουσταφά Κεμάλ.
«Το στρατιωτικό, διπλωματικό και οικονομικό αδιέξοδο που αντιμετώπιζε η Αθήνα, την είχε φέρει σε απομόνωση. Η ελληνική οικονομία είχε καταρρεύσει. Μετά από πολλές καθυστερήσεις την άνοιξη του 1922, Αγγλία και Γαλλία κατέληξαν σε κοινές προτάσεις για ένα σχέδιο ειρήνης Ελλάδας – Τουρκίας. Οι προτάσεις προέβλεπαν την αποχώρηση της Ελλάδας, εκτός από τη Σμύρνη και από τη μισή ανατολική Θράκη…ο Κεμάλ δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την διαδικασία, απαιτώντας την αποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την υπογραφή ανακωχής».
Η γενική τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 13 Αυγούστου 1922 και σε λιγότερο από δεκαπέντε ημέρες, τα υπολείμματα της ελληνικής στρατιάς είχαν αναχωρήσει με πλοία από το Τσεσμέ ενώ η πρωτεύουσα της Ιωνίας, φλεγόμενη βρισκόταν στα χέρια των νικητών του πολέμου….
Ακολούθησαν στην Ελλάδα θυελλώδεις πολιτικές εξελίξεις, επανάσταση του Στρατού και του Στόλου, ανατροπή και εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η δίκη, η καταδίκη και η εκτέλεση των έξι ηγετικών στελεχών-πολιτικών και στρατιωτικών…
Η Συνδιάσκεψη που θα επεξεργαζόταν νέα συνθήκη ειρήνης, αντί εκείνης των Σεβρών, εγκαινίασε τις εργασίες της στις 20 Νοεμβρίου 1922 στη Λωζάννη. Αρχηγός της τουρκικής ορίστηκε ο Ισμέτ πασάς (Ινονού). Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ο Βενιζέλος.
Τελικώς, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης μαζί με τις Συμβάσεις, τις Δηλώσεις και τα Πρωτόκολλα υπογράφτηκε στις 24/7/1923. Αποτελούνταν από πέντε μέρη και συνομολογούνταν από οκτώ κράτη: Βρετανική Αυτοκρατορία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβο-Κροατο-Σλοβενικό κράτος, δηλαδή τη Γιουγκοσλαβία και τη Τουρκία. Εκ μέρους της Ελλάδας, υπέγραψε ο Ε.Βενιζέλος και ο Δημήτριος Κακλαμάνος και εκ μέρους της Τουρκίας ο Ισμέτ πασάς, ο Riza Nour και ο Hassan πασάς.
Η Συνθήκη, έγινε δεκτή στην Ελλάδα με σχετική ικανοποίηση, η οποία και μεταβλήθηκε σε πεποίθηση με την πάροδο του χρόνου. Η γενική αντίληψη είναι ότι το δύσκολο έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας υπό το Βενιζέλο, ήταν ένα αξιόλογο και έντιμο αποτέλεσμα ρεαλισμού.
Αυτά και για πολλές άλλες άγνωστες λεπτομέρειες μίλησε ο ιστορικός κύριος Νικόλαος Χούτας και παρέδωσε την «σκυτάλη» στην συνάδελφό του κυρία Μοσχοβίτη, γνωστή στο Εμπεσιώτικο κοινό, καθώς έχει μιλήσει και σε άλλες δύο προηγούμενες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Η κυρία Σταυρούλα Μοσχοβίτη παρουσίασε τις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης μέχρι σήμερα. Μίλησε για την όξυνση και επιδείνωση των αγεφύρωτων διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Τα πρώτα χρόνια ήταν σχεδόν ανέφελα μετά την συνθήκη αλλά οι σχέσεις βαθμιαία χειροτέρεψαν λόγω του Κυπριακού…
Μίλησε για τις θηριωδίες κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου του 1955. Έκτροπα που έγιναν από οργανωμένη Τουρκική προβοκάτσια. Αποδεδειγμένα, λίγα χρόνια αργότερα, οι Τούρκοι έκαναν βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Κεμάλ στην Θεσσαλονίκη και κατηγόρησαν την Ελλάδα…
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου το 1959 αναγνώρισαν την Ελλάδα και την Τουρκία σαν εγγυήτριες δυνάμεις στο ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.
Η προτάσεις του Μακαρίου για αλλαγή του συντάγματος της Κύπρου κινητοποίησαν την Άγκυρα και απείλησε με στρατιωτική επέμβαση.
Η κρίση που ακολούθησε το 1963-64 διεθνοποίησε το Κυπριακό θέμα.
Η Απριλιανή δικτατορία του 67 στην Ελλάδα και η παρέμβαση των συνταγματαρχών στα πολιτικά της Κύπρου περιέπλεξαν την κατάσταση.
Και φθάσαμε στον Ιούλιο του 1974 με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Ήταν η ευκαιρία για την Τουρκία να επέμβει λίγες μέρες αργότερα…
Αν και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε την επέμβαση και στρατιωτική κατοχή της βόρειας Κύπρου, εξακολουθεί μέχρι σήμερα η βίαιη καταπάτηση των εδαφών και συνιστά αυτό μία σοβαρή υπονόμευση της ειρήνης, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ομιλήτρια αποτίμησε ότι σοβαρή αιτία είναι η ύπαρξη δύο κέντρων αποφάσεων ένα στην Αθήνα και ένα στην Λευκωσία. Εν αντιθέσει με την κατακτημένη Κύπρο και Τουρκία που όλα αποφασίζονται στην Άγκυρα.
Ακολούθως η κυρία Μοσχοβίτη μίλησε για την υφαλοκρηπίδα και πως προκαλείται η ένταση μεταξύ των δύο χωρών. Με προβολή σε οθόνη έδειξε στο κοινό χάρτες της Κύπρου, της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ορίων των 6 και 12 ναυτικών μιλίων. Και το πως με την επέκταση στα 12, που είναι διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα της κάθε χώρας να το εφαρμόσει, το Αιγαίο μετατρέπεται σε Ελληνική λίμνη. Και γι’ αυτόν τον λόγο τυχόν επέκταση αποτελεί αιτία πολέμου κατά τη χώρας μας από την Τουρκία.
Μίλησε αναλυτικά για την αιγιαλίτιδα ζώνη και για τον εναέριο χώρο. Και για τα νησιά κυρίως του Αιγαίου που η Τουρκία απαιτεί την αποστρατικοποίησή τους ενώ η ίδια διατηρεί στρατεύματα στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μίλησε ακόμα και για τις Ελληνικές μειονότητες στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και τον εξαναγκασμό και πιέσεις που δέχονται οι Έλληνες για να τα εγκαταλείψουν.
Λίγο πριν τελειώσει την ομιλία της η κυρία Μοσχοβίτη φανερά συγκινημένη μίλησε για τις Τουρκικές παραβιάσεις στον εναέριο χώρο της Ελλάδας και την προκλητικότητα που σε κάθε ευκαιρία επιδεικνύει.
Και αυτό οδηγεί σε τεράστιες απώλειες, όχι μόνο σε αεροσκάφη αλλά και σε ανθρώπινες ζωές. Οι Έλληνες πιλότοι της πολεμικής μας αεροπορίας τιμώντας το Ελληνικό εθνόσημο υπερασπίστηκαν με τίμημα την ζωή τους τους Ελληνικούς αιθέρες. Πολλοί από αυτούς έχασαν την ζωή τους μέσα στο μοιραίο κόπκιτ κάποιου φάντομ…Δεν είναι λίγοι, τα ονόματά τους δεν πρέπει να τα θυμούνται μόνο οι μανάδες τους. Αλλά όλοι εμείς.
Σ’ αυτό το σημείο της άκρως συγκινητικής ομιλίας της σηκώθηκε όρθια πράγμα που έκαναν και όλοι οι παραβρισκόμενοι στην εκδήλωση μικροί και μεγάλοι.
Μνημόνευσε όλα τα ονόματα των πιλότων που στο σύνολό τους έχασαν την ζωή τους για την πατρίδα πάνω στο άνθος της ηλικίας τους:
Αλεξανδράκης, Ατματζάκης, Γιανικάκης, Γκόλιας, Κωνσταντίνος Ηλιάκης, Κατσίφης, Καραθάνος, Καρακίτσος, Κωστόπουλος, Πολύκαρπος Μουχτούρης, Νικόλαος Νέζης, Παπαναστασίου, Παρασκευάς, Πετρούτσος, Πολυχρονάκης, Σεβαστάκης, Σαρρής, Σαλβαράς, Νικόλαος Σαλμάς από το Θέρμο. Και τον Φεβρουάριο του 2023 Στάθης Τσικλακίδης και Μάριος Μιχ. Τουρούτσικας,
Αυτά τα παιδιά-συνέχισε η ομιλήτρια-δεν πρέπει να το θυμούνται μόνο οι μανάδες τους. Ξέρετε αυτά τα παιδιά ότι έκαναν δεν ήταν απλά ένα επαγγελματικό καθήκον, ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν χρέος ήταν η ιδέα της αποστολής, ήταν η ιδέα του καθήκοντος για την Πατρίδα που έφθασε στα όρια της αυτοθυσίας.
Ο δικός τους ουρανός, δανείζομαι τα λόγια του Νικόλα Σεβαστάκη, «Για αυτά τα παιδιά ο ουρανός δεν ήταν τουριστικός, δεν ήταν ποιητικό στερέωμα ούτε χώρος για extreme sports. O δικός τους ουρανός εγγυάται το δικό μας έδαφος, την δική μας ταπεινή γη».
Όλοι οι παραβρισκόμενοι που παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα τους ομιλητές, θερμά τους χειροκρότησαν! Πολλοί τους συνεχάρησαν και συνομίλησαν μαζί τους.
Παραβρέθηκαν στην εκδήλωση των «Ιδομένειων 2023» από τον Δήμο Αμφιλοχίας ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Χριστόφορος Κουσιορής, ο Αντιδήμαρχος Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών κ. Ανδρέας Ρεγκούτας, οι Δημοτικοί Σύμβουλοι κ. Γεώργιος Ροΐδης και κ. Λεωνίδας Κατσαντάς, η Πρόεδρος της τοπικής Κοινότητας Εμπεσού κα Σταυρούλα Χαντζάρα, πολλοί εκπαιδευτικοί και πλήθος επισκεπτών.
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Εμπεσιωτών Βασίλης Πατσαούρας ευχαρίστησε τους ομιλητές κυρία Μοσχοβίτη και κύριο Χούτα. Ανακοίνωσε την συνέχεια της εκδήλωσης, που στο δεύτερο σκέλος της περιλάμβανε εξαιρετικής ποιότητας μουσικά ακούσματα, πλούσιο Λαϊκό και Δημοτικό πρόγραμμα. Ευχαρίστησε για την παρουσία τους όλους και ευχήθηκε καλή διασκέδαση.
Στην συναυλία συμμετείχαν η Κωνσταντίνα Πάλλα και οι καλλιτέχνες Δημήτρης Βλάχος στο μπουζούκι, Ηλίας Σαμαράς στο μπάσο και Άγγελος Βαλαβάνης στα τύμπανα.
Ευχόμαστε στον Σύλλογο και στο Χωριό του Εμπεσού, η επόμενη εκδήλωση να είναι εξ’ ίσου πετυχημένη όπως ήταν η φετινή! Και φυσικά θα είναι με την εμπειρία τεσσάρων δεκαετιών που δραστηριοποιούνται!
Απόστολος Κων. Καρακώστας
Η Ιδομένη στην αρχαιότητα ήταν πόλη της Ακαρνανίας. Πολύ πιθανόν η θέση της να ήταν στον σημερινό Εμπεσό. Με την σύσταση του Ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους ιδρύθηκε στην περιοχή του Ορεινού Βάλτου ο Δήμος Ιδομενεύς. (ΦΕΚ αριθ. 80 του 1836). Περιλάμβανε τα χωριά Σακαρέτσι, (σημερινό Περδικάκι), Δούνιστα (σημερινό Σταθά), Αγρίδι, Κάμινο και Βερβίτσα (σημερινό Αυλάκι). Με επόμενα ΦΕΚ στον Δήμο Ιδομένης προσαρτήστηκαν και άλλα χωριά.
ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ
ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ
Θα έχετε ίσως προσέξει, στα Ιωάννινα, μπροστά από το κτίριο της Περιφέρειας Ηπείρου, σε ακτίνα λίγων μόνο μέτρων, είναι τοποθετημένοι οι ανδριάντες του Ιωάννη Κωλέττη και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Θα μπορούσε ίσως να είναι ένας ιστορικός συμβολισμός, ο πολιτικός δηλαδή που πραγμάτωσε το εθνικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας το 1920, για να βάλει και την ταφόπλακά της, το 1923, στη Λωζάνη, δίπλα στον Ηπειρώτη πολιτικό που διατύπωσε το όραμα αυτό στις 14.1.1844 κατά τη συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση για το ζήτημα των ετεροχθόνων.
Πρόκειται για τέλος της ιδεολογίας του ελληνισμού τη πρώτη περίοδο της εθνικής του ύπαρξης εντός του ελληνικού κράτους – βασιλείου. Η στρατηγική, το όραμα και οι επιδιώξεις ενός αιώνα τερματίζονται. Ταυτόχρονα με το πικρό ποτήρι της ήττας, οι Έλληνες, με τη συνθήκη της Λωζάνης, βάζουν τα θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι ένα ορόσημο που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και ταυτόχρονα την αφετηρία μιας νέας για την Ελλάδα και την Τουρκία. Είναι ο οριστικός τερματισμός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με την Ελλάδα από χώρα νικήτρια το 1919 να βρίσκεται το 1922 στη μεριά των ηττημένων.
Η Ευρώπη μετά από τους 52 μήνες των σκληρών αιματηρών μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιουργεί με τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών – 1919 μια νέα ισορροπία δυνάμεων, «τα θεμέλια ενός νέου συστήματός διεθνών σχέσεων», σύμφωνα με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον. Και πως να μην είναι έτσι, αφού τρεις αυτοκρατορίες διαλύθηκαν και ανασχηματίστηκαν, Αψβουργική, Ρωσική, Οθωμανική.
Οι Συνθήκες Ειρήνης καταλήγουν στη ριζική αναθεώρηση του χάρτη της Ευρώπης, με βάση την αρχή των εθνικοτήτων. Οι ηγεμόνες του Παλαιού Καθεστώτος από το 1815, έβλεπαν το «σύστημα Μέτερνιχ» με τις επεμβάσεις των μοναρχιών κατά επαναστατικών δυνάμεων να διαβρώνεται και να καταρρέει έναν αιώνα μετά. Είναι το σύστημα με το οποίο αναμετρήθηκε και η Ελληνική Επανάσταση.
Η συνθήκη των νικητών – συμμάχων χωρών με την ηττημένη Γερμανία υπογράφεται στο Τριανόν τον Ιούνιο του 1919, τον Σεπτέμβριο με την Αυστροουγγαρία στον Αγ.Γερμανό, το Νοέμβριο του 1919 με τη Βουλγαρία στο Νειγύ και τον Αύγουστο του 1920 με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις Σέβρες.
Θα απορούσε κανείς γιατί με τόση καθυστέρηση η επιβολή των όρων της ειρήνης στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό είχε σχέση με την ελπίδα που έτρεφαν οι δυνάμεις της Entente, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία να αναλάβουν οι ΗΠΑ τη συνυπευθυνότητα για τις συζητούμενες λύσεις στον γεωγραφικό αυτό χώρο. Οι ελπίδες αυτές εξαφανίστηκαν τον Ιανουάριο του 1920. Έτσι, οι ρυθμίσεις που η Entente σκόπευε να επιβάλει στον Σουλτάνο διευθετήθηκαν στη Συνδιάσκεψη του San Remo τον Απρίλιο του 1920. Στο πλαίσιο των πιέσεων προς την Πύλη επετράπη στον ελληνικό στρατό η προέλαση στο μικρασιατικό μέτωπο μέχρι την Προύσα και η κατάληψη της ανατολικής Θράκης μέχρι τη γραμμή της Τσαλτάτζας τον Ιούλιο του 1920, λίγο πριν την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, την αφετηρία της αφήγησή μας για να φτάσουμε τρία χρόνια μετά στη Συνθήκη της Λωζάννης.
Ένα χρόνο πριν, στη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης είχε αποφασιστεί η κατάληψη της Σμύρνης και της ευρύτερης περιοχής της από τις ελληνικές δυνάμεις οι οποίες στις 9 Ιουνίου 1920 πέρασαν τη «γραμμή Μίλν» και άρχισαν επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Μέσα σε δέκα μέρες, με μια αστραπιαία επιχείρηση έφτασαν στη θάλασσα του Μαρμαρά, κατέλαβαν την Προύσα και αντάλλαξαν τα βρετανικά στρατεύματα από την απειλή αιχμαλωσίας. Το πλήγμα για τους Τούρκους ήταν οδυνηρό, σε άνδρες και υλικό. Στις επιχειρήσεις έλαβε μέρος και μία μοίρα πεδινού πυροβολικού με διοικητή της, τον ταγματάρχη Σοφοκλή Βενιζέλο ο γιος του πρωθυπουργού πολεμούσε στη πρώτη γραμμή.
Πρέπει σε αυτό το σημείο να ειπωθεί ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εγκατάσταση Βαλκάνιων μουσουλμάνων προσφύγων στη Μικρά Ασία είχαν ως συνέπεια να προκληθούν διώξεις εναντίον των χριστιανών από το 1914.
Με ποιο τρόπο έγινε δεκτή η Συνθήκη των Σεβρών στην Ελλάδα και την Τουρκία? Θα βοηθήσει να καταλάβουμε πως οδηγηθήκαμε στην αναθεώρησή της, στη Λωζάννη τρία χρόνια μετά.
Ας δούμε τα γεγονότα, δύο ημέρες μετά από την υπογραφή της Συνθήκης, ο Βενιζέλος έχοντας πετύχει ένα εθνικό θρίαμβο, ετοιμαζόταν να αναχωρήσει από τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Παρίσι, όταν δέχθηκε δολοφονική επίθεση από δύο απότακτους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς: τον υποπλοίαρχο Απόστολο Τσερέπη και τον λοχαγό Γεώργιο Κυριάκη. Την συνωμοσία είχαν οργανώσει επιφανή ονόματα της βασιλικής παράταξης. Οι σχέσεις άλλωστε των δολοφόνων με τον σκληρό πυρήνα των βασιλοφρόνων αποδεικνύονται από το γεγονός ότι στα επόμενα χρόνια, ο πρίγκιπας Χριστόφορος, ανέθεσε τη διαχείριση της περιουσίας του στον Τσερέπη ενώ ο Παναγής Τσαλδάρης έχρισε τον Κυριάκη νομάρχη το 1933. Τελικά, ο Βενιζέλος σώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει, προκήρυξε εκλογές. Στην ιστορική -και πιο κρίσιμη στην ιστορία των ελληνικών εκλογών- αναμέτρηση της 1ης Νοεμβρίου 1920, οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν μόνο 118 από τις 369 έδρες της νέας Βουλής. Τις μισές (51) μάλιστα χωρίς αντίπαλο συνδυασμό σε ανατολική και δυτική Θράκη, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του βενιζελικού στρατού. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, δεν κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής.
Τα εκλογικά αποτελέσματα είχαν άμεσο αντίκτυπο στις τύχες της Συνθήκης των Σεβρών. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας δεν προώθησαν την επικύρωσή της, και προειδοποιήσαν την Αθήνα ότι τυχόν επιστροφή του Κωνσταντίνου στο Θρόνο θα τις αποδέσμευε εντελώς από την υποχρέωση που είχαν να το πράξουν.
Το μήνυμα από το Λονδίνο, από εμπιστευτικό έγγραφο του Foreign Office που αφέθηκε να διαρρεύσει στον βρετανικό Τύπο ήταν σαφές: εάν η Ελλάδα δεχόταν να συνεχίσει τον πόλεμο στη Μικρά Ασία, αποφεύγοντας αυστηρώς πρωτοβουλίες και κινήσεις που δεν διέθεταν την έγκριση της Συμμαχίας, οι Άγγλοι θα πρότειναν στους εταίρους τους να συνεχιστεί η πολιτική ενίσχυση της χώρας σε σχέση με τις μικρασιατικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ακόμα κι’ αν επέστρεφε ο Κωνσταντίνος, που επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1920.
Η αλλαγή, λειτούργησε ως αφετηρία για την εκδήλωση μιας αρνητικής στροφής της γαλλικής και ιταλικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα, που δεν άφησε ανεπηρέαστο και το κλίμα των αγγλό-ελληνικών σχέσεων. Ο Βενιζέλος, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν, δήλωσε πρόθυμος να προσφέρει την πολιτική κάλυψη του κόμματός του για μια αλλαγή στρατηγικής, δηλαδή την αμυντική σύμπτυξη του μετώπου. Η αντιβενιζελική παράταξη, δεν αποδέχθηκε την πρόταση αν και έβλεπε τις αυξανόμενες δυσκολίες της επιθετικής επιλογής.
Η πλέον μεγαλεπίβολη κίνηση του κωνσταντινικού καθεστώτος, υπήρξε η άφιξη του ίδιου του Κωνσταντίνου στην Σμύρνη, στις 29/5/1921. Λίγους μήνες νωρίτερα, συντελέστηκε η κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, της Κιουτάχεια και του Αφιόν Καραχισάρ. Όμως κατέληξε σε αποτυχία η πορεία για την κατάληψη της Άγκυρας. Η αντιβενιζελική παράταξη φαίνεται ότι είχε απολύτως συνειδητά εξαπατήσει τον ελληνικό λαό στις εκλογές του 1920. Σε προεκλογική συγκέντρωση (Κόρινθο), ο Γούναρης έλεγε στο συγκεντρωμένο πλήθος:
«Θα αποτινάξωμεν την τυρρανίαν, θα κάμωμεν αποστράτευση και θα φέρωμεν τα παιδιά σας εις τα σπίτια σας»
Για να καταλάβουμε το κλίμα της περιόδου, το 1919, ο Νικόλαος Στράτος προετοίμαζε με τον Φίλιππο Δραγούμη, πραξικόπημα στην Αθήνα για την ανατροπή του Βενιζέλου. Παρά την προεκλογική τους υπόσχεση, οι αντοβενιζελικοί έπραξαν το ακριβώς αντίθετο. Η κυβέρνηση Γούναρη στις 26 Μαρτίου 1921, κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Δέκα ημέρες πριν, στις 16, η κεμαλική Τουρκία υπέγραφε Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας με τη σοβιετική Ρωσία.
Στην Τουρκία τώρα, πως να γινόταν άραγε δεκτή η Συνθήκη των Σεβρών, όταν έχανε τα 4/5 των εδαφών της χάριν του αποικιακού ξαναμοιράσματος της Εγγύς Ανατολής. Ήδη από τα μέσα Μαΐου 1919, λίγο μετά την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη, κινείται για την οργάνωση της αντίστασης σε όλα όσα επεδίωκαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, ένας από τους πιο διακεκριμένους αξιωματικούς του Οθωμανικού στρατού, ο Μουσταφά Κεμάλ. Δέκα μήνες μετά, οι αντάρτες του θα έρθουν σε ρήξη με το καθεστώς του Σουλτάνου και θα φανατιστούν περισσότερο, όταν γίνουν γνωστοί οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών. Στο πρώτο Εθνικό τους Συνέδριο στο Ερζερούμ, τον Ιούλιο του 1919, εξέδωσαν διακήρυξη εννέα σημείων με πυρήνα της, ότι η ξενική κατοχή απειλούσε θανάσιμα το μέλλον της Τουρκίας. Η ανατροπή της Συνθήκης, απέρρεε από το γεγονός ότι δεν πρόσφερε εγγύηση βιωσιμότητας. Στη Διασυμμαχική Διάσκεψη του Λονδίνου (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1921) αυτό έγινε σαφές. Η Διάσκεψη κατέληξε σε αποτυχία, διότι η ελληνική πλευρά θεώρησε το σχέδιο για «μερική αναθεώρηση» της, απαράδεκτο ενώ η κεμαλική αντιπροσωπεία -που για πρώτη φορά κλήθηκε να συμμετάσχει επίσημα σε διπλωματικές διαβουλεύσεις- εντελώς ανεπαρκές.
Το στρατιωτικό, διπλωματικό και οικονομικό αδιέξοδο που αντιμετώπιζε η Αθήνα, την είχε φέρει σε απομόνωση. Η ελληνική οικονομία είχε καταρρεύσει. Μετά από πολλές καθυστερήσεις την άνοιξη του 1922, Αγγλία και Γαλλία κατέληξαν σε κοινές προτάσεις για ένα σχέδιο ειρήνης Ελλάδας – Τουρκίας. Οι προτάσεις προέβλεπαν την αποχώρηση της Ελλάδας, εκτός από τη Σμύρνη και από τη μισή ανατολική Θράκη. Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης δεν είχε τη δυνατότητα να απορρίψει τους όρους, ούτε όμως και να δηλώσει, έστω και εμμέσως, ότι τους αποδέχεται. Από το πιεστικό αυτό δίλημμα, απελευθερώθηκε, όταν ο Κεμάλ δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την διαδικασία, απαιτώντας την αποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την υπογραφή ανακωχής.
Είχε περάσει το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1922 και η αναμενόμενη επίθεση του Κεμάλ δεν είχε εκδηλωθεί. Στη Σμύρνη ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης πίστευε ότι οι Τούρκοι δεν ήταν έτοιμοι για μία γενική επίθεση και επομένως υπήρχε αρκετός χρόνος για τη σύμπτυξη του μετώπου. Ο Χατζανέστης, είχε αυτή τη πεποίθηση ενόσω ο στρατός είχε καταλάβει την Κιουτάχεια. Το σχέδιο να κυκλώσουν τις κεμαλικές δυνάμεις απέτυχε καθώς αυτές οπισθοχώρησαν έγκαιρα στις οχυρές τοποθεσίες του εσωτερικού. Η γενική τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 13 Αυγούστου και σε λιγότερο από ένα δεκαπέντε ημέρες, τα υπολείμματα της ελληνικής στρατιάς είχαν αναχωρήσει με πλοία από το Τσεσμέ ενώ η πρωτεύουσα της Ιωνίας, φλεγόμενη βρισκόταν στα χέρια των νικητών του πολέμου.
Η Μικρασιατική καταστροφή, κατά τη Σικελική της αρχαίας Αθήνας, θυμίζει τα λόγια του Θουκυδίδη:
«Κατά πάντα γαρ πάντως νικηθέντες και ουδέν ολίγον ες ουδέν κακοπαθήσαντες πανωλεθρία δη το λεγόμενον…και ουδέν ότι ουκ απώλετο».
(νικήθηκαν κατά κράτος σε όλα, και σε κανένα σημείο το κακοπάθημά τους δεν ήταν μέτριο, αλλά ό,τι ακριβώς λέμε πανωλεθρία. Τίποτε δεν έμεινε που να μην χάθηκε).
Ο πυρήνας αυτής της πανωλεθρίας ήταν η βίαιη έξοδος των Ελλήνων από την πατρώα γη τους: 1.325.000 άνθρωποι έφυγαν από τη Μικρασία, το Πόντο και την ανατολική Θράκη.
Σχεδόν ταυτόχρονα εκδηλώνεται η Επανάσταση του Στρατού και του Στόλου, με ηγέτες τους Πλαστήρα και Γονατά, ανατρέποντας το κωνσταντινικό καθεστώς. Ο Κωνσταντίνος εκθρονίζονταν για δεύτερη φορά και εγκατέλειπε τη χώρα για το Παλέρμο, όπου πέθανε εξόριστος τρεις μήνες μετά. Στο διάστημα αυτό, το επαναστατικό καθεστώς ερμήνευσε με παραδοσιακό τρόπο την ήττα: με αναζήτηση των «προδοτών», όπως θα συνέβαινε εάν η κατάρρευση του μετώπου συνέβαινε επί κυβερνήσεως Φιλελευθέρων. Πρόκειται για τη δίκη, καταδίκη και εκτέλεση των έξι ηγετικών στελεχών -πολιτικών και στρατιωτικών- του κωνσταντινισμού.
Η βενιζελογενής Επανάσταση του 1922 ανέθεσε στο Βενιζέλο τις επαφές με τις δυνάμεις της Entente. Στη διάσκεψη στα Μουδανιά (20/9/1922) για την ανακωχή ανάμεσα στις δύο χώρες, η τουρκική πλευρά έθεσε ως όρο έναρξης των συζητήσεων την εκκένωση της ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε, όπως όριζε η ανακωχή, εντεύθεν του ποταμού Έβρου.
Η Συνδιάσκεψη που θα επεξεργαζόταν νέα συνθήκη ειρήνης, αντί εκείνης των Σεβρών, εγκαινίασε τις εργασίες της στις 20 Νοεμβρίου 1922 στη Λωζάννη στον απόηχο σειράς σημαντικών πολιτικών αλλαγών, και μέσα σε όλα αυτά ένα πραγματικό τέλος εποχής: στις 17 Νοεμβρίου ο τελευταίος Οθωμανός Σουλτάνος, χρειάστηκε να φυγαδευτεί με βρετανικό πολεμικό πλοίο στη Μάλτα.
Αρχηγός της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη ορίστηκε ο Ισμέτ πασάς (Ινονού). Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ο Βενιζέλος ο οποίος συνιστά από την πρώτη στιγμή ανασυγκρότηση του στρατού για παν ενδεχόμενο, ένα όπλο-επιχείρημα που θα χρησιμοποιούσε για να περιορίσει τις αξιώσεις των νικητών του μικρασιατικού πολέμου. Δέκα μεραρχίες και τρία σώματα στρατού ετοιμοπόλεμα απαρτίζανε τη στρατιά του Έβρου με αρχιστράτηγο τον Πάγκαλο που είχε το στρατηγείο του στη Θεσσαλονίκη.
Ο Βενιζέλος θα μπορούσε να υποπέσει στην αντίληψη: Vae victis, ουαί τοις ηττημένοις. Όμως από την πρώτη στιγμή στη Λωζάννη έδειξε ότι ήταν αποφασισμένος να μπει στην διαπραγμάτευση ως εμπόλεμος και όχι ως ηττημένος. Αυτή η εντύπωση παγιώθηκε όταν στην έναρξη της Διάσκεψης μπήκαν στην αίθουσα ο λόρδος Κόρζον, επικεφαλής της αγγλικής αντιπροσωπείας και ο Γάλλος πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών Ρεϊμόν Πουανκαρέ. Η σχετική περιγραφή που θα σας διαβάσω, ανήκει στον Μιχαήλ Θεοτοκά, νομικό, σύμβουλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Λωζάννη:
«Εσταμάτησαν και οι δύο προ του Βενιζέλου και συνωμίλησαν επιδεικτικότατα και φιλικότατα μαζί του. Εφέρθησαν προς τον ηττημένον όπως είχον συνηθίσει να φέρωνται προς τον νικητήν».
Τη μεγάλη σημασία της Συνδιάσκεψης δείχνει το γεγονός ότι όλα τα κράτη απέστειλαν σημαντικούς εκπροσώπους. Η Ιταλία τον Μουσολίνι, οι Σοβιετικοί τον Τσιτσερίν και οι ΗΠΑ τον γερουσιαστή Hamilton Levy, επιφορτισμένο να ευοδωθεί η οικειοποίηση των πετρελαίων της Μοσούλης από αμερικανικές εταιρίες. Για τις ΗΠΑ η διπλωματική μάχη της Λωζάννης ήταν ακόμη πιο δύσκολη γιατί για πρώτη φορά είχαν να αντιμετωπίσουν τη σοβιετική διπλωματία.
Η πρώτη φάση της Διάσκεψης, σημαδεύτηκε από τη χωριστή ελληνοτουρκική σύμβαση που υπογράφτηκε στις 20 Ιανουαρίου 1923 και διευθετούσε την τύχη του ελληνικού πληθυσμού που είχε παραμείνει στην Τουρκία και του τουρκικού που βρισκόταν στην Ελλάδα, με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Μόνον οι Έλληνες της Πόλης και της Ίμβρου και Τενέδου εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή και οι Τούρκοι της δυτικής Θράκης. Στην πράξη το άρθρο 14 της Συνθήκης για ειδική προστασία Ίμβρου – Τενέδου, παρέμεινε ανεφάρμοστο. Να πούμε εδώ ότι αποφασίσθηκε η θρησκεία, και όχι η γλώσσα ή η εθνότητα ή η εθνική συνείδηση αποτελούσε το κριτήριο του εκτοπισμού.
Στην συνέχεια, η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο καθεστώς των νησιών του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου, προδίδοντας τους απώτερους στόχους της τουρκικής πολιτικής. Τα νησιά γεωλογικά αποτελούσαν φυσική προέκταση της Μικράς Ασίας είπε ο Ισμέτ, ζητώντας να επιστραφούν στην Τουρκία, σε διαφορετική περίπτωση πρότεινε την ουδετεροποίηση και τον αφοπλισμό τους για να διασφαλιστεί η ασφάλεια και η άμυνα της χώρας του. Ο Βενιζέλος αντέτεινε την εθνολογική σύνθεση των νησιών, συμπληρώνοντας ότι η άμυνα και ασφάλεια της Τουρκίας δεν κινδύνευαν από τα νησιά. Άλλωστε η τουρκική ηγεσία, σημείωσε, έπρεπε να γνωρίζει ότι η βάση εξόρμησης της Μικρασιατικής εκστρατείας ήταν η ηπειρωτική Ελλάδα και όχι τα νησιά.
Επίσης, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να αντιδρούν με έντονη σφοδρότητα στο ζήτημα του Πατριαρχείου. Το ενδεχόμενο να απομακρύνονταν το Πατριαρχείο από το τουρκικό έδαφος, είχε ανησυχήσει τον Πατριάρχη Μελέτιο Δ’, ο οποίος δεν απέκλειε τη μεταφορά της έδρας του στη Θεσσαλονίκη ή το Άγιο Όρος. Ο Βενιζέλος πριν φτάσει το θέμα στην Ολομέλεια της Διάσκεψης, με συνεντεύξεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες, ζητούσε την υποστήριξη της διεθνούς κοινής γνώμης. Στη συνέχεια ξεκαθάρισε ότι δεν θα έθετε ποτέ την υπογραφή του σε μια συνθήκη που θα καταργούσε το Πατριαρχείο. Πίστευε ότι δεν είχε το δικαίωμα να υπαγάγει έναν οικουμενικό θεσμό, που αγκάλιαζε εκατομμύρια πιστούς, στο στενό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαφορών. Στις επίμονες τουρκικές αντιδράσεις, δήλωσε ότι αποδεχόταν τη λύση που είχε προτείνει ο Κόρζον. Ειδικότερα, στο εξής ο Πατριάρχης θα έχανε τα πολιτικά και διοικητικά του προνόμια, τον τίτλο του Εθνάρχη, προνόμια που κατείχε από την εποχή του Μωάμεθ του Πορθητή. Στο εξής θα περιοριζόταν στα εκκλησιαστικά και πνευματικά του καθήκοντα. Ο Ισμέτ μετά από αυτό, απέσυρε όλες τις αντιρρήσεις του και αποδεχόταν με τους όρους αυτούς, τη παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Η δήλωσή του καταχωρήθηκε στα Πρακτικά, τα οποία έκτοτε αποτελούν το νόμιμο διεθνή τίτλο κατοχύρωσης του Πατριαρχικού Θεσμού.
Στη δεύτερη φάση των εργασιών της Συνδιάσκεψης πέραν των διαφορών, όπως αυτή του Καστελλόριζου, κυριάρχησε η τουρκική απαίτηση καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα. Συζητήθηκαν δηλαδή οικονομικά, δημοσιονομικά και νομικά θέματα. Οι συνεχείς αναβολές στο ζήτημα αυτό, δημιούργησαν κλίμα έντονης δυσφορίας στον ελληνικό στρατό. Οι Έλληνες αξιωματικοί μάλιστα, δήλωναν έτοιμοι να ανακαταλάβουν την ανατολική Θράκη. Το αδιέξοδο, έφερε στην επιφάνεια ένα πρόβλημα που είχε διαφανεί από την πρώτη φάση της Συνδιασκέψεως. Εάν δηλαδή η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη ή και ικανή, να καταβάλει τη βαριά πολεμική αποζημίωση που απαιτούσε η τουρκική αντιπροσωπεία. Προς τούτο η εντυπωσιακή ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων, ειδικότερα η οργάνωση της στρατιάς 100.000 ανδρών, ενθάρρυνε την αντίθεση σημαντικής μερίδας στρατιωτικών σε κάθε ιδέα υποχώρησης στο θέμα αυτό.
Η αποφασιστική στάση του Βενιζέλου και των αρχηγών της Επανάστασης, ανάγκασε την Άγκυρα να υποχωρήσει στην προοπτική ενός αναπόφευκτου πολέμου με την Ελλάδα. Η σκληρή ελληνική γραμμή είχε καθορισθεί σε σύσκεψη της ελληνικής αντιπροσωπείας (Βενιζέλος, Ρέπουλης, Μιχαλακόπουλος, Αλεξανδρής, Ρωμάνος, Κακλαμάνος) στην οποία αποφασίσθηκε ότι, εάν ο Ισμέτ επέμενε στην αξίωση της αποζημίωσης, τότε η αντιπροσωπεία θα αποχωρούσε από την συνεδρίαση και θα ανακοινώνονταν ταυτόχρονα η καταγγελία της ανακωχής.
Στις 26/5/1923 η Τουρκία δέχτηκε να εγκαταλείψει την απαίτηση της με αντάλλαγμα την παραχώρηση σε αυτή του Καραγάτς, της Παλαιάς Ορεστιάδας, υπό τον όρο της άμεσης ρύθμισης των επανορθώσεων. Το Καραγάτς, ένα προγεφύρωμα, μια λωρίδα τουρκικού εδάφους που εισέρχεται στην ελληνική επικράτεια, δυτικά του ποταμού Έβρου, απέναντι από την Αδριανούπολη με έκταση 22,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μιλάμε για το σημείο, στο οποίο τα ελληνοτουρκικά σύνορα δεν ακολουθούν τον ρου του Έβρου, αλλά είναι χερσαία, για 12 χλμ. Η παροχή εδαφικού ανταλλάγματος για την αποφυγή πληρωμής αποζημιώσεως είναι από τις σπάνιες, για την Ελλάδα μοναδική.
Τελικώς, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης μαζί με τις Συμβάσεις, τις Δηλώσεις και τα Πρωτόκολλα υπογράφτηκε στις 24/7/1923. Αποτελούνταν από πέντε μέρη και συνομολογούνταν από οκτώ κράτη: Βρετανική Αυτοκρατορία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβο-Κροατο-Σλοβενικό κράτος, δηλαδή τη Γιουγκοσλαβία και τη Τουρκία. Εκ μέρους της Ελλάδας, υπέγραψε ο Ε.Βενιζέλος και ο Δημήτριος Κακλαμάνος και εκ μέρους της Τουρκίας ο Ισμέτ πασάς, ο Riza Nour και ο Hassan πασάς.
Τα κυριότερα συμφωνηθέντα άμεσου ή έμμεσου ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος ήταν: Η νέα οροθετική γραμμή Ελλάδος-Τουρκίας στη Θράκη που διέρχεται δια του μέσου ρου του ποταμού Έβρου. Η αναγνώριση της κυριαρχίας της Ελλάδος στα νησιά του Αιγαίου με ορισμένες στρατιωτικές δεσμεύσεις και επιστροφή στην Τουρκία των νήσων Ίμβρου και Τενέδου, με μέριμνα για την προστασία των εκεί διαβιούντων Ελλήνων. Η Τουρκία αναγνώρισε την ιταλική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα, και του Καστελλόριζου και τέλος αναγνώριζε την βρετανική κυριαρχία της Κύπρου.
Η Συνθήκη προσεπικύρωσε την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη γένεση του τουρκικού κράτους. Η τομή αυτή έφερε το ριζικό μετασχηματισμό της πολιτικής φυσιογνωμίας του ευρύτερου γεωγραφικού πεδίου της Εγγύς Ανατολής. Ας μη λησμονούμε ότι μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργούνται νέες κρατικές οντότητες, η Συρία, ο Λίβανος (1926) και το Ιράκ (1930).
Τι σημαίνει για την Ελλάδα η συνθήκη? Καταρχάς της προσέδωσε ανανεωμένη εδαφική και εθνική υπόσταση. Το μέγιστο τμήμα της ελληνικής εθνικής κοινότητας, από χιλιετίες ήταν διασκορπισμένο στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη της Χερσονήσου του Αίμου -των Βαλκανίων- και της Μ.Ασίας, τώρα συγκεντρώνονταν στα εδαφικά όρια της ελληνικής επικράτειας. Η Ελλάδα, γινόταν ένα από τα ομοιογενέστερα εθνικά κράτη της Ευρώπης.
Η Συνθήκη, έγινε δεκτή στην Ελλάδα με σχετική ικανοποίηση, η οποία και μεταβλήθηκε σε πεποίθηση με την πάροδο του χρόνου. Δεν ήταν η μόνη. Ο Πάγκαλος θα την χαρακτηρίσει «Ανταλκίδειο Ειρήνη» ενώ ο Μεταξάς διακήρυσσε ότι μόλις έπαιρνε την εξουσία θα ακύρωνε τη Συμφωνία Ανταλλαγής. Η πολεμική αυτή δε στάθηκε δυνατό να μεταβάλλει τη γενική αντίληψη ότι το δύσκολο έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας υπό το Βενιζέλο, ήταν ένα αξιόλογο και έντιμο αποτέλεσμα ρεαλισμού.