«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις»: Η τραγική ιστορία πίσω από το λαϊκό ρητό
Στις αρχές του 1931 η σύζυγος και η πεθερά ενός εύπορου εργολάβου αποφάσισαν να τον σκοτώσουν στην κρεβατοκάμαρά του. Το θέμα απασχόλησε την εγχώρια επικαιρότητα για μήνες.
Ο ισχυρός σεισμός της 5ης Ιανουαρίου 1931 συντάραξε την Αθήνα. Οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας ασχολήθηκαν αποκλειστικά με αυτόν και τις ζημιές που προκάλεσε στα σπίτια των κατοίκων της πρωτεύουσας. Γρήγορα, όμως, το θέμα ξεχάστηκε. Κι αυτό, γιατί στις όχθες του ποταμού Ιλισού εντοπίστηκαν δυο σακιά. Μέσα σε αυτά υπήρχε το τεμαχισμένο πτώμα ενός άντρα.
Την ανακάλυψη έκαναν τρεις περαστικοί που κάλεσαν αμέσως τη χωροφυλακή. Η σορός μεταφέρθηκε στην ιατροδικαστική υπηρεσία, ενώ το θέμα πήρε γρήγορα διαστάσεις, με δεκάδες οικογένειες εξαφανισμένων να φτάνουν ως εκεί για να αναγνωρίσουν εάν το πτώμα άνηκε σε εξαφανισμένο οικείο τους ή όχι.
Η αναγνώριση του νεκρού έγινε μια μέρα αργότερα από έναν φίλο του. Επρόκειτο για τον Μίμη Αθανασόπουλο, έναν εύπορο εργολάβο που ζούσε στην Καλλιθέα μαζί με τη γυναίκα, τα παιδιά και την πεθερά του. Τώρα έμενε μόνο η εξιχνίαση. Μόνο που η υπόθεση ήταν άλυτος γρίφος.
Τα σημάδια κακοποίησης, βασανισμού και καύσης του θύματος είχαν βάλει σε σκέψεις τους αστυνομικούς. Ποιος, άραγε, θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο κακό σε έναν άνθρωπο που μέχρι τη στιγμή του θανάτου δεν απασχολούσε το δημόσιο βίο της Αθήνας;
Οι δολοφόνοι που κυκλοφορούσαν για μήνες ελεύθεροι
Οι μέρες περνούσαν και οι αστυνομικοί συνέχιζαν τις έρευνες, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Το θέμα, ωστόσο, συνέχιζε να απασχολεί τις εφημερίδες της εποχής που έγραφαν σελίδες επί σελίδων σχετικά με τους υπόπτους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε ο Αθανασόπουλος.
Γρήγορα, οι υποψίες έπεσαν πάνω στις δύο γυναίκες με τις οποίες πέρασε το βράδυ πριν τη δολοφονία του. Οι αποκαλύψεις για την προσωπική ζωή του θύματος έβγαιναν η μία πίσω από την άλλη. Και ενώ όλοι αρχικά πίστευαν πως ο Αθανασόπουλος ήταν ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης, αποδείχτηκε πως πραγματοποιούσε άστατη ζωή με πολλά ξενύχτια, γυναίκες και ποτά.
Και οι δύο γυναίκες, όμως, διατυμπάνιζαν από την πρώτη στιγμή πως δεν πείραξαν τον άντρα και τον άφησαν σώο έξω από την κατοικία του. Οι αντιφάσεις της πεθεράς του νεκρού και τα ευρήματα στο σπίτι από την άλλη, έβαλαν σε υποψίες τους χωροφύλακες.
Τα ευρήματα ήταν τρανταχτά καθώς στην κουζίνα βρέθηκε ίδιου χρώματος σπάγκος με εκείνον που είχαν δεθεί τα σακιά και όμοια χαρτιά με αυτά που τυλίχτηκε το πτώμα. Την περιέργεια των χωροφυλάκων κίνησε επίσης το γεγονός πως το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού είχε αλλάξει προ ημερών τον καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού, με τη δικαιολογία πως «η σύζυγός του έπεσε κατά λάθος πάνω σε αυτόν από την ταραχή της εξαφάνισής του άντρα της».
Οι καταθέσεις των δύο γυναικών, όσο περνούσαν οι μέρες, εμφάνιζαν όλο και περισσότερες αντιφάσεις. Μέχρι τη μέρα που η σύζυγος και η μητέρα της τα παραδέχτηκαν όλα στους ανακριτές. Η αλήθεια σόκαρε τους πάντες. Οι δυο τους ήταν οι αυτουργοί ενός από τα πιο σκληρά εγκλήματα που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα.
Η θανατική ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ
Όπως κατέθεσαν οι ίδιες, ο φόνος του Μίμη Αθανασόπουλου πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα της 6ης Ιανουαρίου στην κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού. Ο 19χρονος ξάδερφος της συζύγου του, μπήκε στο δωμάτιο και αφότου τον ξύπνησε τον πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον ακαριαία.
Στην αρχή προσπάθησαν οι τρεις τους, μαζί με τη βοήθεια της υπηρέτριας του σπιτιού, να τον κάψουν. Γρήγορα κατάλαβαν, όμως, πως το σχέδιο δεν θα ευδοκιμούσε καθώς η καμμένη σάρκα του πτώματος θα γινόταν γρήγορα αντιληπτή από τους γείτονες. Έτσι αποφάσισαν να τον τεμαχίσουν.
Αφότου το έκαναν, τοποθέτησαν τα μέλη του σε δυο σακιά και τα πέταξαν στον Ιλισό. Αυτό που δεν υπολόγισαν, ήταν πως στο σημείο τα νερά ήταν πολύ ρηχά. Η δίκη των δραστών πραγματοποιήθηκε μερικούς μήνες αργότερα, με τη σύζυγό του και την πεθερά του να καταδικάζονται στην εσχάτη των ποινών. Ο μόνος που την «έβγαλε πιο φτηνά» ήταν ο φυσικός αυτουργός της επίθεσης, ο οποίος, λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, εκτέλεσε ποινή φυλάκισης 20 χρόνων.
Και ενώ κανείς θα περίμενε πως η μοίρα του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν αναπόφευκτη για τις δύο γυναίκες, οι δύο καταδικασθείσες σε θανατική ποινή αφέθηκαν ελεύθερες λίγα χρόνια αργότερα με έναν νόμο της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου για αποσυμφόρηση των φυλακών. Τελικά, η πεθερά πέθανε το 1956, ενώ η σύζυγός του έκανε δεύτερο γάμο και απεβίωσε το 1976.
Η υπόθεση απασχόλησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την επικαιρότητα, με το θέμα να αποκτά τη μορφή αστικού μύθου στην πόλη. Χαρακτηριστικό είναι πως λίγους μήνες μετά τη δολοφονία, ο ρεμπέτης Ιάκωβος Μοντανάρης έγραψε το τραγούδι Κακούργα Πεθερά, το οποίο περιείχε τον στίχο Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, μια φράση που χρησιμοποιείται ακόμη μέχρι σήμερα ως λαϊκή παροιμία.