Του Λίνου Υφαντή,
Οι διακοπές στο βουνό είχαν μια άλλη αξία για τη γενιά που έζησαν ως έφηβοι τη δεκαετία του ’90. Μπορεί να το λέγαν Άγιο Βλάση, Δομνίστα, Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, ή Φθιώτιδα, παρόλα αυτά όμως ήταν ένα πέρασμα μιας εφηβείας που σημάδεψε ανεπιστρεπτί τους τωρινούς 40ρηδες-50ρηδες που είχαν το προνόμιο αυτό.
Και λέμε προνόμιο όχι γιατί ο τότε έφηβος πήγαινε στην αγγλική εκδοχή του στην παραλιακή, στο Priviledge, αλλά γιατί διέφευγε από τα καπνά και την καταναγκαστική εργασία της επιβίωσης. Η απόδρασή του δε σήμαινε μόνο έλατα, καθαρός αέρας και τζιν μπουφανάκι το βραδάκι, βαριά fly ή σαλβάρι παντελόνι. Σήμαινε ότι μπορούσε να πάει σε ένα κλειστό μέρος όπου μπορούσε να κάτσει σε όλα τα τραπέζια γιατί στο καθένα είχε μία αναφορά…έναν ξάδερφο, ένα θείο, ένα σύνδεσμο…Δεν ήταν η ανωνυμία της θάλασσας όπου για να μιλήσει κάποιος με μία άγνωστη ή το αντίστροφο έπρεπε να γίνει σε ορθάδικο και αυτό υπό ειδικές συνθήκες.
Το βουνό και το καλοκαιρινό χωριό ήταν το ασφαλές πλαίσιο του πατροπαράδοτου όπου εκεί γινόταν η αλληλεπίδραση των εφήβων που ζούσαν στην Αθήνα με εκείνους που ζούσαν στις επαρχιακές πόλεις υποδοχής καθώς και με ένα τρίτο επίπεδο που σπανίζει τώρα: εκείνους που ζούσαν στο χωριό. Σε κάποιες περιπτώσεις συμμετείχε και το “εξωτικό είδος” που ζούσε στις ΗΠΑ ή Γερμανία (ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα) με τις εντυπωσιακές “Αμερικάνες” να προσελκύουν λόγω της διαφορετικής κουλτούρας την περιέργεια για γνωριμία.
Η ώσμωση τρόπου ζωής, διασκέδασης, φλερτ και παρεών αυτών των ετερόκλητων στοιχείων είχαν ένα κοινό: Το φως του φεγγαριού, τα αστέρια που έλαμπαν στον καλοκαιρινό βουνίσιο ουρανό, τα οποία πολλοί έβλεπαν για πρώτη φορά. Εκεί συναντιόνταν η χαίτη, με τα τσουλούφια και τα σκουλαρίκια, η “λασπωτήρα” με ανοικτό πουκάμισο έτοιμη για πανηγύρια με κουτάκια μπύρες με την tredy Αμερικανιά, ο ροκαμπιλάς και χεβυμεταλάς με το γεροδεμένο “επαρχιώτη” και η φυσικής ομορφιάς με τη γοητεία του ατημέλητου της φύσης καλλονή της επαρχίας με τη βιομηχανοποιημένη ομορφιά των rave και σκυλάδικων.
Εδώ ακριβώς όμως ερχόταν μαζί με την ώσμωση, η σύγκρουση και μετά ξανά η ώσμωση. Μερικοί “Αθηναίοι” ως εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες δεύτερης γενιάς που ήρθαν στο σπίτι του παππού για να περάσουν το καλοκαίρι τους σηκώνανε ως σημαία του ανταγωνισμού το “Βλάχοι¨ και ” χωριάτες” έναντι των “φλώρων” που σήκωναν τα αλάνια του χωριού που λιώναν στα πανηγύρια.
Έτσι στο βωμό της πιο όμορφης και όμορφου του καλοκαιρινού χωριού θυσιάζονταν κουτάκια μπύρες και αυτονόητα βιολογικά χοιρινά σουβλάκια πάνω σε λαδόκολλα, βόλτες στα σκοτεινά σημεία του χωριού που υπήρχαν παγκάκια από 50 -60 “νεολαίους” όλων των τάσεων .Εκεί έπεφτε το πρώτο φιλί πάνω στο “αναπαυτικό” κρεβάτι της ελατοβελώνας, εκεί γίνονταν οι τσακωμοί για το ποια κασέτα θα μπει, εκεί το κασετόφωνο μάγκωνε και χάλαγε τις ταινίες από τις κασέτες με τις σπάνιες συλλογές και εκεί η δυνατή μουσική “παρέδιδε ψυχή” με το κύκνειο άσμα της λόγω της μικρής διάρκειας των 10 χοντρών μπαταριών που έπαιρνε.
Εκεί εισέβαλλε ο παραθεριστής γονέας ή παππούς και κυνηγούσε επίδοξους αγαπητικούς και έφηβες που ξεμυαλίζονταν “κατεβάζοντας θεία” και άλλες ακατονόμαστες εκφράσεις, αν δεν έπεφταν θύμα των τσιλιαδόρων που έλεγαν ότι δεν τους είδαν πουθενά τους δύο που έψαχναν και εξαφανίστηκαν. Και αλίμονο του αν έσκασε το πρώτο του τσιγαράκι και μύριζε καμιά “μαλμπουριά” ή ¨καμήλα ¨.
Εκεί εισέβαλλαν με αγροτικά αγαπητικοί του “διπλανού” χωριού και σκόρπαγαν το πανηγυράκι. Και εκεί επίσης ο όμορφος του χωριού έπαιρνε την κιθάρα του και μάζευε τα υπό εκκόλαψη ζευγάρια και τις αιθέριες υπάρξεις τραγουδώντας “κάνω μια ευχή” ή “Σιδηρόπουλο”.
Σήμερα η κιθάρα άφησε πίσω της τη δύση μιας άλλης εποχής όπως βλέπετε στην εικόνα. Οι τότε έφηβοι μπήκαν για τα καλά σε μεγάλα “(-αντα), οι τωρινοί έφηβοι απολαμβάνουν κομμάτι των νοσταλγικών ορεινών αναμνήσεων του χωριού με τη διαφορά ότι το σημείο συσπείρωσής τους δεν είναι τα αστέρια αλλά το σημείο όπου υπάρχει κεραία wifi και διαχέουν τον κόσμο τους στο tik tok και instagram.
Έτσι η κιθάρα αυτή μας αποχαιρετά με το καλοκαιρινό τραγούδι των αναμνήσεων, με τις ατέρμονες ποιοτικές συζητήσεις στο χάραγμα άλλων προσδοκιών και ονείρων που ξημερώνουν.
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον Κώστα Τσιάμη στη θέση “Ψηλός Σταυρός” της Δομνίστας Ευρυτανίας.