Το γλυπτό που είχε φτιάξει ο Γιαννούλης Χαλεπάς με το όνομα «Κοιμωμένη» είναι μάλλον το πιο γνωστό μνημείο που θα βρει κανείς ανάμεσα στους χιλιάδες τάφους του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών. Δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ ποιου ανθρώπου τον τάφο κοσμούσε. Είναι και αυτό μία νίκη της τέχνης απέναντι στη ματαιότητα.
(Φωτογραφίες: Άκης Κατσούδας)
Όταν περάσαμε την εντυπωσιακή πύλη του περίφημου Πρώτου Νεκροταφείου των Αθηνών για πρώτη φορά, ομολογώ ότι δεν ένιωσα σαν να περνάω σε έναν άλλο κόσμο. Δεν μου δημιουργήθηκαν μεταφυσικές ανησυχίες και σίγουρα δεν μπήκα σε φιλοσοφικές σκέψεις περί ζωής και θανάτου. Τέλος πάντων, δεν βίωσα τίποτα από όσα συχνά σου συμβαίνουν, όταν περνάς τις πύλες ενός νεκροταφείου.
Ίσως φταίει το γεγονός ότι σε μεγάλο κομμάτι του, το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών λειτουργεί περισσότερο ως μουσείο. Αφηγείται βασικά την ιστορία της πόλης και όχι τις παράλληλες ιστορίες των ανθρώπων της. Τα πανέμορφα γλυπτά, οι μεγαλοπρεπείς μαρμάρινες πλάκες και οι τάφοι μερικών από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες που έδρασαν στη χώρα. Πολιτικοί, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, αγωνιστές του 1821.
Ο τάφος του Χριστόδουλου, απέναντι ακριβώς, μόνος του, εκείνος του Ανδρέα Παπανδρέου. Πιο μέσα ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Τοσίτσας, η Μελίνα Μερκούρη, ο Μητροπάνος, ο Στράτος Διονυσίου, ο Ερρίκος Σλήμαν. Το σχεδόν μουσειακό στήσιμο του χώρου απέπνεε μία αίσθηση ότι βρισκόμασταν μεταξύ κενοταφίων, ότι σε αυτό το νεκροταφείο δεν υπάρχουν σώματα αλλά μόνο μνήμες.
«Φαντάσου τη ματαιότητα», λέει ένας περαστικός στον διπλανό του φαντάζομαι εννοώντας ότι όλη αυτή η μεγαλοπρέπεια είναι έννοια ασύμβατη με τον θάνατο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα μεγάλο όχημα του δήμου περνούσε ανάμεσα από τους τάφους των επιφανών ανδρών και γυναικών. Είτε στη ζωή είτε στον θάνατο, δεν υπάρχει καμία μεγαλοπρέπεια χωρίς την εργατιά.
Σε διάφορα σημεία του χώρου ήταν διασπαρμένοι, λοιπόν, πολλοί εργάτες με βασική δουλειά τους να μην αφήσουν τη φθορά του χρόνου να χτυπήσει τους ανθρώπους και τα μνημεία τους. Για αυτούς, άλλωστε και ο θάνατος και η μεγαλοπρέπεια είχαν από καιρό απομαγευτεί.
Το απαλό χτύπημα της καμπάνας ήταν ένας είδος επικοινωνίας μεταξύ τους που νομίζαμε ότι καταλαβαίναμε, μέχρι που την καμπάνα χτύπησε και μία επισκέπτρια με ένα λουλούδι στο χέρι. Σαν να ειδοποιούσε κάποιον για την άφιξή της. Την παρατηρήσαμε αλλά δεν αποκωδικοποιήσαμε ποτέ γιατί το έκανε. Ίσως και καλύτερα.
Λίγο πιο κάτω ένας εργαζόμενος φωνάζει από απόσταση σε έναν άλλο «καθάρισα τη Βέμπο και συνεχίζω προς τα κάτω». Ανάμεσα σε προσεγμένους, καθαρισμένους και ξεχορτιαρισμένους τάφους, κάπου-κάπου έβρισκες μερικούς παντελώς εγκαταλελειμένους. Τάφους ανθρώπων που πέθαναν πολλά χρόνια πριν και ενδεχομένως να μην έχουν πια απογόνους να τους θυμούνται.
Μεταξύ αυτών και ο τάφος του Αχιλλέα (και του Γιώργου) Παράσχου. Τρεις λιτοί σταυροί, ο ένας εκ των οποίων γκρεμισμένος, ξεπρόβαλλαν ανάμεσα από χορτάρια που κόντευαν να καλύψουν όλο το μνήμα. Αν μη τι άλλο, παρότι μάλλον καταλάθος, πρόκειται για μία εικόνα συμβατή με την ποίηση του ανδρός.
Στην άλλη πλευρά και ο τάφος του Στέφανου Σαράφη, του ηγέτη του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) στην Εθνική Αντίσταση. Επάνω στον τάφο του φύλλο του Ριζοσπάστη. Το γεγονός ότι το φύλλο ήταν παλιό και ταλαιπωρημένο έκανε την εικόνα ακόμα πιο ποιητική.
Σε πλήρη αντίθεση με αυτούς, στην κορυφή ενός λόφου βρισκόταν ένα τεράστιο μνήμα σε μέγεθος εκκλησίας. Γύρω του σκαλωσιές. Ακριβώς μπροστά μία από τις εργαζόμενες στον χώρο. Τη ρωτήσαμε αν το συγκεκριμένο κτίσμα είναι τάφος ή κάποιος ναός. Βιαστικά μας απάντησε ότι είναι τάφος αλλά ξεκάθαρα δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Περιεργαστήκαμε τον χώρο, από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν μία επιγραφή: KAI ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ.
Μετά από περίπου 1,5 ώρα που κράτησε η βόλτα μας στον Πρώτο Νεκροταφείο, κάτσαμε σε ένα παγκάκι. Μόλις είχαμε προσπεράσει έναν κύριο με γραβάτα και ένα μπουκέτο λουλούδια που με αρκετά πρόσχαρο για το μέρος ύφος μας ευχήθηκε «καλή ανάσταση» και μετά χάθηκε ανάμεσα στα μνήματα γνωστών και αγνώστων Αθηναίων.
Λίγο πριν σηκωθούμε και φύγουμε, σταματήσαμε γιατί στη στροφή του δρόμου γινόταν μία πραγματική κηδεία με όλη τη γνωστή σκηνοθεσία: το φέρετρο, ο ιερέας, ο σταυρός, οι συγγένειες. Οι μπροστά πραγματικά σοκαρισμένοι, με δάκρυα στα μάτια. Χαμένοι μέσα στον θρήνο και τις σκέψεις τους.
Όσο πιο πίσω στην ουρά, τόσο η συναισθηματική εμπλοκή με τη διαδικασία του αποχαιρετισμού γινόταν όλο και μικρότερη. Χαμηλόφωνες συζητήσεις, μεταξύ των παρευρισκόμενων, εκ των οποίων ξεχωρίσαμε ένα «οι καλλιτέχνες είναι ευαίσθητοι άνθρωποι» σε μία συζήτηση μεταξύ τριών καλοντυμένων κυριών.
Όταν πέρασαν και οι τελευταίοι, της κηδείας, συμφωνήσαμε ότι μάλλον επρόκειτο για κάποιον ηλικιωμένο, ευχηθήκαμε από μέσα μας να ζήσουν να το θυμούνται και προχωρήσαμε προς τα έξω. Στην είσοδο είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύονται άνθρωποι για την επόμενη κηδεία.
Δεν ξέρω αν ο θάνατος είναι αντίθετος ή συμπλήρωμα της ζωής. Αυτό που ξέρω όμως είναι πως υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι να ασχοληθείς μαζί του.
Νίκος Σταματίνης