Αυτές τις μέρες ανταλλάσσουμε ευχές για τις γιορτές και τον καινούργιο χρόνο. Και καλά κάνουμε. Γιατί οι ευχές έχουν ευεργετική επίδραση στη ζωή μας. Όπως βέβαια και οι κατάρες έχουν αρνητική. Όμως η πορεία του χρόνου δεν προσδιορίζεται απ’ τις ευχές με κάποιο μαγικό τρόπο. Εξαρτάται πάντα και από τον τρόπο που εμείς θα χρησιμοποιήσουμε το χρόνο. Απ’ τα κλειδιά που θα χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να ξεκλειδώνουμε κάθε στιγμή του χρόνου, για να φτάσουμε στην επίλυση των προβλημάτων μας.
Οι διανοητές, στην προκειμένη περίπτωση,διακρίνουν το χρόνο σε χρονολογικό και υπαρξιακό: Χρονολογικός είναι ο χρόνος, που κυλά αδυσώπητος, για να καταστρέφει και να δημιουργεί. Που απ’ την παιδική ηλικία, μας οδηγεί στην εφηβεία και ύστερα στην ενηλικίωση, για να μας πετάξει στην εσχατιά των γηρατειών. Απ’ όπου βλέπουμε την περασμένη μας ζωή, που δεν μπορούμε να αναθεωρήσουμε, αλλά και το επερχόμενο τέλος, που δεν μπορούμε να αποτρέψουμε.
Παράλληλα με τον χρονολογικό ζούμε, όπως προαναφέραμε, και τον υπαρξιακό μας χρόνοΟ οποίος όμως δεν έχει την ακαμψία του χρονολογικού. Αφού αυξομειώνεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι ώστε άλλοτε να επιμηκύνεται κι άλλοτε να συμπυκνώνεται. Κι άλλοτε σε περιπτώσεις έντονα φορτισμένες από χαρά ή αγωνία να σταματά. Κάποια παραδείγματα: Ο Ντοστογιέφσκι είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Πριν την εκτέλεση του έδωσαν περιθώριο τρία λεπτά. Εκ των οποίων το ένα το αφιέρωσε στα αγαπημένα του πρόσωπα, το άλλο στην προσωπική του ζωή και το τρίτο, προκειμένου να ρίξει μια τελευταία ματιά στον περίγυρα κόσμο. Και πάνω στη στιγμή, που θα εκπυρσοκροτούσαν τα όπλα, ήρθε η χάρη από τον Τσάρο. Οπότε και κατάλαβε πόσο μεγάλος είναι ο χρόνος της ζωής μας, όσο κι αν φαίνεται μικρός.Αλλά και ο Αϊνστάιν μας μιλάει για τη σχετικότητα του χρόνου. Χρησιμοποιώντας ένα απλό παράδειγμα: Αν, μας λέει, είμαστε με μια δυσάρεστη συντροφιά ο ελάχιστος χρόνος θα μας φανεί πολύς, ενώ, αν έχουμε μια ευχάριστη παρέα ο πολύς θα μας φανεί ελάχιστος.
Μία απ’ τις πτυχές της σχετικότητας του χρόνου είναι και η πάλη μεταξύ των γενεών. Δεδομένου ότι η παλιά γενιά κατηγορεί τους νέους για επιπολαιότητα, ενώ οι νέοι τους γέροντες για σκουριασμένες αντιλήψεις. Ωστόσο μπορεί να υπάρχουν νέοι, που έχουν μεγαλύτερη ωριμότητα από πολλούς μεγάλους και μεγάλοι με πνευματικό σφρίγος ανώτερο πολλών νέων.Μια άλλη πτυχή της σχετικότητας του χρόνου είναι η κάθετη τομή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Που κάνει εμάς τους ζωντανούς να αισθανόμαστε υπεροχή έναντι των νεκρών, τους οποίους θρηνούμε όχι μόνο γιατί τους αποχωριζόμαστε, αλλά και γιατί παύουν να χαίρονται, όπως εμείς, τη ζωή.
Και όμως η χριστιανική μας πίστη αναποδογυρίζει την αντίληψη αυτή. Και μας μιλάει για κάποιους, που μπορεί βιολογικά να είναι ζωντανοί αλλά πνευματικά νεκροί ή που κοιμούνται ξυπνητοί. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με κάποιους πολιτικούς. Που πριν καν περάσουν δυο χρόνια, αφότου ο λαός τους έβαλε στην αντιπολίτευση, έχουν ξεχάσει τα όσα έκαναν για κάπου σαράντα χρόνια. Για να μας θυμίζουν τους «υπνοβάτες» του Ηράκλειτου. Οι οποίοι, όταν υπνοβατούν δεν θυμούνται όσα έκαναν, όταν ήταν ξυπνητοί και όταν ξυπνήσουν ξεχνούν τα όσα έκαναν, όταν υπνοβατούσαν. Ξεχνούν, δηλαδή, οι πολιτικοί πώς κατάκλεβαν και καταλήστευαν το λαό, προκειμένου να τον φέρουν στην τωρινή αξιοθρήνητη κατάσταση. Έτσι ώστε να ζητιανεύει το έλεος του Σόιμπλε και του Νταϊσελμπλούμ και της Λαγκάρντ, προκειμένου ν’ ανοίξουν τους κρουνούς της τοκογλυφικής «τους ευσπλαχνίας», για να επιβιώσουμε. Κι εντούτοις βλέπουν στην ούγια του έπους της «μνημονιάδας» μόνο τα ονόματα των σημερινών κυβερνώντων αλλά πουθενά τα δικά τους. Παρότι είναι, είτε ως φυσικοί είτε ως ηθικοί αυτουργοί, οι συγγραφείς στη συντριπτική πλειονότητα των μέχρι τούδε και όσων θα επακολουθήσουν ραψωδιών και τραγωδιών.
Όμως σε αντίθεση με τους βιολογικά ζωντανούς, που είναι πνευματικά νεκροί,, υπάρχουν και οι βιολογικά νεκροί, που είναι διαχρονικά πνευματικά ζωντανοί. Παρότι μπορεί να φύγανε απ’ τη ζωή, ακόμη και πριν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους αγίους, οι οποίοι σε πάμπολλες περιπτώσεις προσφέρουν στους συνανθρώπους μας τη βοήθειά τους πολύ αποτελεσματικότερα απ’ όσο εμείς οι ζωντανοί.
Που, σε τελική ανάλυση, σημαίνει ότι ο χρόνος, στην υπαρξιακή του διάσταση, δεν είναι θέμα ποσότητας αλλά ποιότητας. Και πως το να ευχόμαστε τα «χρόνια πολλά» δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Γιατί, αν συνεχίσουμε ν’ ακολουθούμε τους κλέφτες και απατεώνες πολιτικούς μας, που γράφουν μνημονιακές ραψωδίες και τραγωδίες, των οποίων μάλιστα αποποιούνται την πατρότητα, τα χρόνια μας, όσο πολλά κι αν είναι, θα είναι μαύρα και άραχλα.
Η μόνη διέξοδος, για να γραφτεί ο επίλογος της δολοφονικής σε βάρος μας «μνημονιάδας» μας λέει το Ευαγγέλιο είναι να μην αρκεστούμε στις κούφιες και ανούσιες ευχές αλλά να χρησιμοποιήσουμε το κλειδί της ποιότητας του χρόνου, που είναι η αγάπη: Στην κάθετη αλλά και οριζόντια διάστασή της. Δηλαδή προς το Θεό και τους συνανθρώπους μας. Όπως έπραξαν οι άγιοι. Σε αντίθεση με κάποιους πολιτικούς, που, ενώ υποκρίνονται ότι αγαπούν το Θεό, τα έργα τους αποδεικνύουν ότι μισούν θανάσιμα Θεό και ανθρώπους. Αφού έστειλαν εκατομμύρια στην ανεργία και πολλές χιλιάδες ξεσπίτωσαν. Και συνεχίζουν συστηματικά και αδιάκοπα να δολοφονούν εμάς αι την πατρίδα μας. Γεγονός που σύμφωνα με τον Αδελφόθεο Ιάκωβο αποδεικνύει ότι είναι ψεύτες και απατεώνες, πράγμα που άλλωστε επιβεβαιώνεται απ’ τη συνολικό τους βίο και την πολιτεία…