Περπατώντας σε μία από τις πιο τουριστικές περιοχές του κέντρου της Αθήνας, στους Αέρηδες, εκεί στην πλατεία που σχηματίζεται στη συμβολή της οδού Αιόλου με την Πελοπίδα, υπάρχει ένα κομμάτι Ιστορίας, που λίγοι παρατηρούν και ακόμη λιγότεροι ξέρουν την ιστορία του.
Βαδίζοντας για παράδειγμα από την πλατεία στο Μοναστηράκι προς τα Αναφιώτικα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην δει κάποιος την πύλη με τις ανάγλυφες επιγραφές και την χαρακτηριστική ξύλινη πόρτα, δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά. Άλλωστε το παγκάκι που βρίσκεται ακριβώς μπροστά προσφέρει μία καλή θέση για παρατήρηση. Ωστόσο τόσο η ίδια η πύλη, όσο και το κτίριο που κάποτε αποτελούσε είσοδό του, κρύβουν (πολλές και τραγικές) ιστορίες.
Είναι η πύλη του Μεντρεσέ της παλιάς οθωμανικής ιερατικής σχολής της Αθήνας, που αργότερα στα χρόνια του Όθωνα μετατράπηκε σε φυλακή. Ένας τόπος πόνου και βασανιστηρίων. Ένας μέρος που πέρασε στη λαϊκή παράδοση και που το τέλος του έμοια εξαγνιστικό. Στην αυλή του Μεντρεσέ στεκόταν ένας πλάτανος που χρησίμευε για την εκτέλεση των θανατικών ποινών των κρατουμένων. Αυτός ο πλάτανος έγινε σύμβολο της φυλακής και τραγουδήθηκε μέσα στα επόμενα χρόνια.
Μεντρεσές: Η ίδρυση από τους Οθωμανούς
Στις αρχές του 18ου αιώνα οι Οθωμανοί έχτισαν σε εκείνο το σημείο ιεροσπουδαστήριο, τον Μενδρεσέ όπως είναι στα τουρκικά. Όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, την εντολή να χτιστεί το σπουδαστήριο των εκκολαπτόμενων ιμάμηδων έδωσε ο Μεχμέτ Φαχρής. Οι νεαροί μουσουλμάνοι διδάσκονταν δίκαιο με βάση το Κοράνι, θεολογία και φιλοσοφία. Τα μαθήματά τους περιλάμβαναν επίσης τη διδασκαλία της αραβικής, περσικής και τουρκικής γλώσσας. Ο Μεντρεσές λειτούργησε σαν ένα είδος πανεπιστήμιου που υποσχόταν μία σίγουρη επαγγελματική καριέρα σε υψηλόβαθμα πόστα για τους «Σοφτάδες», του φοιτητές του ιεροδοδασκαλίου.
Μάλιστα ο συγκεκριμένος χώρος χρησιμοποιούταν και ως σημείο συγκέντρωσης για τους προύχοντες Οθωμανούς, οι οποίοι μαζεύονταν και συζητούσαν από κοινού τα προβλήματα της πόλης. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι αγάδες της περιοχής στο άκουσμα του ξεσπάσματος της Επανάστασης στην Πελοπόννησο το 1821.
Η μετατροπή του χώρου σε φυλακή και το «χαιρέτα μου τον πλάτανο»
Μετά από το τέλος της Επανάστασης και την αποχώρηση των Τούρκων, ο Όθωνας επισκεύασε τον ερειπωμένο Μεντρεσέ και στη συνέχεια αυτός λειτούργησε ως φυλακή.
Στην αυλή της φυλακής υπήρχε ένας πλάτανος που μέσα στα χρόνια μετατράπηκε σε σύμβολο θανάτου, καθώς στα κλαδιά του απαγχονίζονταν όσοι κρατούμενοι καταδικάζονταν σε θάνατο. Λέγεται πως τον συγκεκριμένο πλάτανο φύτεψε στην αυλή ο αρχιληστής Μπίμπισης (μεταξύ άλλων είχε απαγάγει τη λεγόμενη Δούκισσα της Πλακεντίας) και όταν αυτός όταν μεγάλωσε απέκτησε δύο μεγάλα χαρακτηριστικά κλαδιά.
Όσοι είχαν αποφυλακιστεί όταν σύχναζαν σε λημέρια κοντά στη φυλακή συνήθιζαν να φωνάζουν και να ζητάνε για αστείο από τους ακόμα φυλακισμένους γνωστούς τους να δώσουν χαιρετίσματα στον πλάτανο, όπου είχαν χάσει τη ζωή τους τόσοι κρατούμενοι. Κάπως έτσι θρυλείται πως προέκυψε η φράση «χαιρέτα μας τον πλάτανο».
Στη φυλακή κρατούνταν κατά κύριο λόγο ποινικοί, ωστόσο δεν έλειπαν και αντίπαλοι της βασιλείας. Χαρακτηριστικό είναι πως εκεί κρατήθηκε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, με την κατηγορία συνωμοσίας κατά του Όθωνα.
Το τέλος των φυλακών και του πλάτανου
Ανάμεσα στους κρατούμενους βρισκόταν, το 1861, και ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος που έγραψε ένα ποίημα για τον μισητό πλάτανο που αποδείχθηκε προφητικό… Έγραψε: Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο/ της τυραννίας τρόπαιο στη φυλακή υψωμένο… Θα έρθ’ η ώρα, Πλάτανε, αλλόθρησκη Βαστιλλη, που ξυλοκόπους η οργή του Έθνους θα σου στείλει. Και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερος θ’ αστράψει δεν θα σε φαν γεράματα· φωτιά θενά σε κάψει. Και γύρω θα χορέψομε στη σκόνη σου την κρύα, όταν ανοίξει το χορό Πατρίς κι Ελευθερία».
Νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1850 αρχαιολόγοι είχαν εκφράσει αίτημα να απομακρυνθούν οι κρατούμενοι από τη φυλακή και το κτίριο να κατεδαφιστεί ώστε στην ευρύτερη περιοχή να πραγματοποιηθούν ανασκαφές. Την ίδια περίοδο υπήρχαν και φήμες πως στα θεμέλιά του υπήρχε κρυμμένο χρυσάφι από τους Οθωμανούς. Η φυλακή σταμάτησε να λειτουργεί και οι φυλακισμένοι μεταφέρθηκαν στις νέες φυλακές Αβέρωφ στην Καλλιθέα γύρω στο 1896, στα χρόνια του Γεωργίου Α’.
Εν τέλει το 1898 οι ίδιοι οι πολίτες άρχισαν το γκρέμισμα του κτιρίου. Η κατεδάφισή του ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1914 ενώ έναν χρόνο μετά ήρθε και το «τέλος» του πλάτανου. Ένας κεραυνός έπεσε πάνω του και τον κατέστρεψε ολοκληρωτικά!
Όπως αναφέρει η σελίδα mikros-romios, ο μόνος που νοιάστηκε να τον ξεπροβοδίσει ήταν ο Τίμος Μωραϊτίνης, που έγραψε πως «είχε καταντήσει ένα κουφάρι, ένα σκέλεθρο ξεκλειδωμένο που μόλις εστηρίζετο στο χώμα της αυλής»! «Έζησε ολομόναχος μέσα στην έρημη αυλή του Μενδρεσέ δια να αποθάνη εις βαθύτατον γήρας ένα άθλιον θάνατον μέσα εις τα μελαγχολικά ερείπια των φυλακών, άδοξος και λησμονημένος», έγραψε ο κραταιός εκείνος λάτρης των Αθηνών.
Από τη διαμόρφωση του χώρου τα επόμενα χρόνια διασώθηκε η πύλη με τη χαρακτηριστική πόρτα για να θυμίζει πως εκεί βρισκόταν ο Μεντρεσές.
Τα πρώτα ρεμπέτικα, τα «μουρμούρικα»
Σύμφωνα με την παράδοση στον Μεντρεσέ γεννήθηκαν και τα πρώτα ρεμπέτικα, τα αποκαλούμενα «μουρμούρικα». Τα ονόμασαν έτσι γιατί οι φυλακισμένοι, προκειμένου να μην τους ακούν οι σκληροί δεσμοφύλακες, δεν τα τραγουδούσαν αλλά τα ψιθύριζαν μέσα από τα δόντια. Όπως είναι φυσικό διαδίδονταν από στόμα σε στόμα και γι αυτό πολλές φορές τα δίστιχα παραλλάσσονταν και «ξαναγράφονταν». Ήταν δίστιχα που τα συνόδευαν με μουσική από πρόχειρα έγχορδα όργανα, με βασικό στοιχείο τον αυτοσχεδιασμό και στη μουσική και στον στίχο.
Σπύρος Βασιλείου-reader.gr