Την έλλειψη ταλέντων, τη δυσκολία προσέγγισής τους από τις επιχειρήσεις αλλά και τις προτεραιότητες της νέας γενιάς στην αναζήτηση εργασίας, συζητήθηκε σε πάνελ με τίτλο «Το μέλλον της εργασίας: Καινοτόμος εργασιακός χώρος, έξυπνες πολιτικές, ακμάζον εργατικό δυναμικό» στο πλαίσιο του 9ου Delphi Economic Forum που πραγματοποιείται στους Δελφούς μεταξύ 10 και 13 Απριλίου, υπό την αιγίδα της ΑΕ, Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Τη συζήτηση συντόνισε ο Γιάννης Φώσκολος, διευθυντής του Imerisia.gr και δημοσιογράφος του OPEN TV.
«Έχουμε μια ζορισμένη αγορά εργασίας. Μια αγορά εργασίας που είναι δύσκολο να φέρουμε μια συμμετρία μεταξύ του τι ζητούν οι εν δυνάμει εργαζόμενοι και τι ζητά ο εργοδότης» ανέφερε εισαγωγικά η υπουργός Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, εξηγώντας ότι οι ασυμμετρίες μεταξύ εργοδοτών και εν δυνάμει εργαζομένων μπορεί να είναι «Γεωγραφικές: Αλλού μπορεί να χρειαζόμαστε εργαζόμενους και αλλού να υπάρχει προσφορά εργαζομένων. Σε επίπεδο εποχικής ή full time απασχόλησης. Σε επίπεδο δεξιοτήτων».
Παράλληλα, τόνισε ότι το πρόβλημα δεν αφορά όλες τις ομάδες του πληθυσμού και εξήγησε σχετικά: «Ένα από τα συντομότερα ανέκδοτα στην Ευρώπη είναι ο άνεργος Έλληνας άνδρας μεταξύ 25 και 45 ετών. Και αυτό γιατί όλοι οι εργοδότες αυτόν ζητούν. Άρα χρειάζεται να κάνουμε μια χαρτογράφηση, να δούμε όλες αυτές τις δημογραφικές ομάδες τι χαρακτηριστικά έχουν και πώς μένουν εκτός αγοράς εργασίας και τι χρειάζεται για να τις κινητοποιήσουμε. Εδώ δυστυχώς όσο και να το θέλουμε δεν υπάρχει μια λύση. Δεν υπάρχει ένα μαγικό ραβδί που να κάνει ένα μαγικό η κυβέρνηση και να λύσει αυτή τη δύσκολη και πολυπαραγοντική εξίσωση. Πρέπει να δούμε ποιες είναι όλες αυτές οι ομάδες που είναι εκτός αγοράς εργασίας».
Από την πλευρά της πάντως, έφερε τη θετική εμπειρία από τη μεταρρύθμιση που αφορούσε στους συνταξιούχους που θέλουν να συνεχίσουν να εργάζονται. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά: «Μέχρι πριν ένα μήνα είχαμε 26.000 συνταξιούχους στην αγορά εργασίας. Κάναμε μια μεταρρύθμιση, σταματήσαμε την παρακράτηση του 30% των συνταξιούχων που εργάζονται. Μέσα σε ένα μήνα οι συνταξιούχοι στην αγορά εργασίας είναι 64.000».
Η υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε στο αίτημα για περισσότερη ευελιξία αλλά και στους κινδύνους που αυτή κρύβει. «Καταλαβαίνουμε ότι η αγορά εργασίας χρειάζεται περισσότερη ευελιξία. Μπορεί κάποιος να χρειάζεται να δουλέψει τη μια μέρα 2 ώρες και την επόμενη 10. Σε έναν δύσκολο καιρό με πολύ υψηλή ανεργία, αυτό δεν θα προστατέψει τον εργαζόμενο και χρειάζεται έναν ρυθμιστή που θα προστατεύσει τον εργαζόμενο». Ακόμα, αναφερόμενη στην ψηφιακή κάρτα εργασίας, σημείωσε πως όσοι τη λειτουργούν «δεν έχουν πρόβλημα μαζί της» και συμπλήρωσε πως «Είναι ένα ψηφιακό εργαλείο που βοηθά τον εργαζόμενο να πληρωθεί τις ώρες του, τον εργοδότη να μην έχει αθέμιτο ανταγωνισμό και το κράτος για πρώτη φορά να κάνει ελέγχους που δεν είναι αναγκαστικά επιτόπιοι».
Από την πλευρά του, ο Νίκος Αντιμισάρης, CEO και αντιπρόεδρος του ΔΣ της ERGO Ασφαλιστικής, σημείωσε πως: «Υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για ταλέντα με εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες. Οι ανάγκες αυτές, συμπίπτουν και με μια στροφή που κάνουν εταιρείες του κλάδου σε πιο πελατο-κεντρική κατεύθυνση. Όλο αυτό μας έχει οδηγήσει στο να επενδύουμε όλο και περισσότερο στο ανθρώπινο δυναμικό.
Πιστεύω ότι στον δικό μας κλάδο η μεγαλύτερη πρόσκληση που αντιμετωπίζουμε είναι η προώθηση της εικόνας της ασφαλιστικής εταιρείας ως εργοδότη επιλογής, καθώς οι νέες γενιές δεν έχουν ξεκάθαρη εικόνα για εμάς, δεν γνωρίζουν τις επαγγελματικές ευκαιρίες και προοπτικές που μπορεί να προσφέρει μια ασφαλιστική εταιρεία. Ο ασφαλιστικός κλάδος έχει το “μειονέκτημα” συχνά να ταυτίζεται με τη γραφειοκρατία, τις περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης και εξέλιξης και την εικόνα του πωλητή ασφαλειών που πιέζει τους πελάτες να αγοράσουν ασφαλιστικά συμβόλαια. Αυτά τα στερεότυπα δεν είναι ελκυστικά. Η αλήθεια είναι ότι ο ασφαλιστικός κλάδος προσφέρει ένα μεγάλο εύρος επαγγελματικών ευκαιριών και μπορεί να απασχολήσει ανθρώπους από διαφορετικές επιστήμες, όπως πχ μαθηματικούς, data scientists, αναλογιστές, οικονομολόγους, νομικούς, στελέχη πληροφορικής, marketing».
Ο ίδιος αναφέρθηκε και στις μεγάλες αλλαγές που έφερε η πανδημία στον εργασιακό χώρο: «Και πριν την πανδημία είχαμε ξεκάθαρο στόχο τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Μια από τις επιπτώσεις ήταν η υιοθέτηση ενός υβριδικού μοντέλου εργασίας. Είναι προαιρετικό το συγκεκριμένο μοντέλο και σ’ αυτό ο εργαζόμενος μπορεί να βγει έξω από το σπίτι του δύο ημέρες της εβδομάδας. Έχει υιοθετηθεί από το 90% των εργαζομένων και είναι λογικό γιατί πραγματικά βοηθά σε μια καλύτερη ισορροπία ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής και σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Είναι μοντέλο εργασίας που μας έχει βοηθήσει και να προσελκύσουμε κόσμο και να διατηρήσουμε αυτούς που έχουμε. Ακόμα προσπαθούμε να ψηφιοποιήσουμε και να αυτοματοποιήσουμε εργασίες ρουτίνας μέσα στην εταιρεία ώστε οι συνεργάτες μας να ασχοληθούν με πράγματα πιο ενδιαφέροντα, πιο στρατηγικά και με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία».
Στο αέναο reskilling και upskilling των εργαζομένων, στο οποίο έχει επενδύσει η Vodafone εστίασε ο Πρόεδρος και CEO της Vodafone Ελλάδας, Χάρης Μπρουμίδης, ο οποίος σημείωσε σχετικά: «Οι δικές μου δεξιότητες σήμερα δεν είναι αυτές που θα πρέπει να έχω σε πέντε χρόνια από σήμερα. Μέσα από το ίδρυμα έχουμε πάει τις τεχνολογίες στη μέση εκπαίδευση, ώστε να βάλουμε τα παιδιά από νωρίς σε αυτή τη λογική».
Ο ίδιος προσπαθώντας να προβλέψει το μέλλον στην αγορά εργασίας προέβλεψε πως αυτό «θα το αποφασίσει η νέα γενιά εργαζομένων. Ούτε οι επιχειρήσεις, ούτε οι κυβερνήσεις. Σε ένα περιβάλλον που υπάρχει έλλειψη ταλέντου σε αυτούς τους τομείς, τα «θέλω» και οι ανάγκες της νέας γενιάς θα δείξουν ποιο είναι και το μέλλον. Οι δικές μας γενιές ήταν αναρριχητικές. Έβαζαν σε προτεραιότητα την καριέρα και το εισόδημα. Οι νέες γενιές θέλουν να συμμετέχουν στις αποφάσεις από νωρίς, θέλουν ανεξαρτησία, ευελιξία, εμπνέονται από την καινοτομία και θέλουν σ’ αυτό που κάνουν να υπάρχει κάπου και ένας ανώτερος σκοπός. Αν αυτές οι τάσεις επικρατήσουν είναι σίγουρο ότι το μέλλον της εργασίας θα είναι: υβριδικό, συμμετοχικό, ευέλικτο, όχι μόνο αξιοκρατικό αλλά και αξιακό. Οι απολαβές θα είναι πάντα σημαντικές αλλά όχι το νούμερο 1 στην ατζέντα».
«Το 1/3 των επιχειρήσεων δεν μπορεί να βρει τους ανθρώπους που χρειάζονται. Δεν έχουμε αρκετούς ανθρώπους. Δεν έχουμε τους ανθρώπους που χρειαζόμαστε να έχουμε» ανέφερε ο Δημήτρης Κουτσόπουλος CEO της Deloitte που επιχειρώντας να απαντήσει στο πρόβλημα εστίασε σε τρία μέτρα: «Οι αυτοματοποιήσεις μπορούν να βοηθήσουν για να προχωρήσουν πράγματα πιο γρήγορα και να απελευθερωθεί ανθρώπινο δυναμικό για να αξιοποιηθεί σε άλλα πράγματα. Δεύτερο. Μπορείς πλέον να χρησιμοποιείς κόσμο από το εξωτερικό. Τρίτο, ευελιξία στην εργασία. Οι πιο νέοι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην ευελιξία, παρά το μισθολογικό. Σαν οργανισμοί θα πρέπει να προσφέρουμε αυτή τη δυνατότητα».