Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Το νομοσχέδιο για τον πολιτικό γάμο των ομοφυλοφίλων ψηφίσθηκε από την πλειοψηφία των Βουλευτών της Βουλής των Ελλήνων και είναι ο νόμος 5089/16-2-2024 με τίτλο «ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα σε άλλες διατάξεις». Τα επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές διατυπώθηκαν και ο ιστορικός του μέλλοντος θα εξετάση το θέμα αυτό με ευθυκρισία και αντικειμενικότητα.
Η Εκκλησία, όπως έπρεπε να κάνη, διά της Ιεραρχίας ομολόγησε την πίστη της για τον άνθρωπο, τον γάμο και την οικογένεια, αλλά και διετύπωσε την γνώμη της στους Βουλευτές με ισχυρά νομικά επιχειρήματα. Οι αποφάσεις της Ιεραρχίας ήταν συγκεκριμένες, νηφάλιες, προσεκτικές, χωρίς απειλές, έδειξαν τον συνδυασμό αγάπης και αλήθειας. Όμως, δεν εισακούσθηκε από την πλειοψηφία του Ελληνικού Κοινοβουλίου, για διαφόρους λόγους. Παρά ταύτα, πολλοί Βουλευτές όλων των πολιτικών παρατάξεων συντονίσθηκαν, για διαφόρους λόγους, με την απόφαση της Ιεραρχίας, παρά την ψυχολογική πίεση που δέχθηκαν.
Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία εκφράσθηκε συνοδικώς, αλλά και συνοδικώς πρέπει να αντιμετωπίση την όλη κατάσταση που δημιουργείται μετά την ψήφιση του νέου νόμου 5089/2024.
Το ζητούμενο είναι πως η Εκκλησία θα διαχειρισθή την κατάσταση που προήλθε από την ψήφιση του νόμου αυτού και όπως ψηφίσθηκε. Θα διατυπώσω μερικές σκέψεις για το θέμα αυτό.
Κατ’ αρχάς η Εκκλησία δεν πρέπει να θεωρήση ότι ηττήθηκε στον αγώνα αυτόν. Η αλήθεια ποτέ δεν ηττάται, αμφισβητείται προς το παρόν, αλλά παραμένει άφθαρτη στους αιώνες. «Μεγάλη η αλήθεια και υπερισχύει». Η λέξη αλήθεια αποτελείται από το στερητικό α και την λήθη που δηλώνει κάτι που βγαίνει από την αφάνεια, την λήθη. Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για την αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου, γάμου, οικογένειας, κοινωνίας.
Η Εκκλησία έχει πείρα εικοσιένα αιώνων και κεφαλή της είναι ο Χριστός. Όσοι πολέμησαν ή αμφισβήτησαν την Εκκλησία περιήλθαν στην αφάνεια, όμως η Εκκλησία και ως θεσμός παραμένει και θα παραμείνη στους αιώνες. Έτσι, επ’ ουδενί λόγω πρέπει να επικρατήση απογοήτευση, ούτε να παρατηρηθούν σπασμωδικές κινήσεις από Κληρικούς, μοναχούς και λαικούς, γιατί τέτοιες κινήσεις δείχνουν αδυναμία.
Όμως, στην παρούσα φάση πρέπει με την πείρα που διαθέτει η Εκκλησία να διαχειρισθή κατά τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση που δημιουργήθηκε με την αλλαγή του θεσμικού ρόλου της οικογένειας, ύστερα από την τροποποίηση του Αστικού Κώδικα.
Προφανώς, απαιτείται ενότητα στην Ιεραρχία και την Εκκλησία, ώστε να μη επιχειρηθούν διασπάσεις, πράγμα που θα ευχαριστήση τους «εχθρούς» της. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνονται διασπαστικές ενέργειες, μεμονωμένες ενέργειες και επιβολές διαφόρων δημοσίων επιτιμίων σε όσους ψήφισαν τον νόμο. Ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειρισθή η Εκκλησία το πρόβλημα αυτό πρέπει να είναι αποτέλεσμα συζήτησης και απόφασης των Συνοδικών Οργάνων της. Η Εκκλησία πρέπει να ενεργή συντεταγμένα.
Να θυμίσω ότι η Ανώτατη Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η Ιεραρχία, ενώ η Συνοδική αρχή που υλοποιεί τις αποφάσεις της Ιεραρχίας και εισηγείται σε αυτήν είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος• και οι Συνοδικές Επιτροπές εισηγούνται τα δέοντα στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, για να καταλήξουν στην Ιεραρχία.
Επομένως, σε πρώτη φάση η διαχείριση του θέματος αυτού πρέπει να γίνη από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, που συνέρχεται κάθε μήνα, στην οποία αυτήν την περίοδο συμετέχουν Αρχιερείς με πείρα, κρίση και σοφία. Θα πρέπει να την εμπιστευθούμε και όταν ωριμάση ο χρόνος να ετοιμασθή ειδική εμπεριστατωμένη και νηφάλια εισήγηση στην Ιεραρχία. Προφανώς, απαιτείται ψυχραιμία, διάκριση, νηφαλιότητα, που είναι γνωρίσματα ώριμου εκκλησιαστικού και θεολογικού λόγου και όχι αποσπασματικού, σπασμωδικού και μεμονωμένου λόγου. Πάντοτε είναι επικίνδυνα τα δύο άκρα, ήτοι ο ζηλωτισμός και ο ενδοτισμός.
Πάνω από όλα πρέπει να γίνη κατανοητό ότι δεν έχουμε απέναντί μας εχθρούς, αλλά μέλη της Εκκλησίας μας, τα οποία έχουν τις δικές τους απόψεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν με την επίδραση διαφόρων ιδεολογικών φιλοσοφικών και κοινωνικών ρευμάτων και χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση. Δεν μπορούμε να διδάσκουμε ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο, ότι ο Χριστός ήλθε στον κόσμο ως ιατρός και όχι ως δικαστής και εμείς να ενεργούμε εισαγγελικά. Επομένως, δεν έχουμε απέναντί μας εχθρούς, αλλά μέλη με τις δικές τους απόψεις και μάλιστα «εντός των πυλών», δηλαδή μπορεί να είναι θεολόγοι και κληρικοί.
Αυτό σημαίνει ότι είναι ανάγκη να μελετηθή από τα Συνοδικά Όργανα της Εκκλησίας το μεγάλο πρόβλημα της εκκοσμίκευσης, που απασχολεί όλα τα μέλη της Εκκλησίας, η οποία εκκοσμίκευση παρατηρείται στην Θεολογία, την εκκλησιαστική ζωή, την λατρεία και την ποιμαντική. Ακόμη πρέπει να μελετηθή το πρόβλημα της εκκοσμίκευσης της πνευματικής ζωής, αφού τόσο η εκκοσμίκευση όσο και η εκνομίκευση αποτελούν σύγχρονα εκκλησιαστικά προβλήματα. Η Εκκλησία είναι ανοικτή σε όλους, αλλά χρειάζονται απαραίτητες προϋποθέσεις για να ζη κανείς στον χώρο της.
Επίσης, πρέπει να μελετηθή το μεγάλο θέμα του «δικαιωματισμού», δηλαδή τι είναι το δικαίωμα και τι όχι, τι σημαίνει ισότητα όλων των ανθρώπων στο δικαίωμα και εάν όλα τα δικαιώματα μπορούν να ικανοποιηθούν, και τι είναι ο «δικαιωματισμός». Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης πριν μισό σχεδόν αιώνα έλεγε ότι, η Εκκλησία στο μέλλον και εννοούσε την εποχή μας, θα αντιμετωπίση σοβαρά προβλήματα που προέρχονται από τον οικουμενισμό-σχετικισμό, την ανάπτυξη της επιστήμης και την απαίτηση των δικαιωμάτων. Ακριβώς αυτά είναι τα σύγχρονα προβλήματα.
Εξειδικευμένες αποφάσεις για τον τρόπο του Βαπτίσματος των παιδιών, για τον τρόπο συμμετοχής των αρχόντων στην θεία Λειτουργία, για την αντιμετώπιση των ομοφυλοφίλων που κάνουν «πολιτικό γάμο» κλπ. πρέπει να ληφθούν από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο άμεσα και αργότερα από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, ύστερα από ώριμη και τεκμηριωμένη εισήγηση. Δεν είναι δυνατόν αυτό το μεγάλο θέμα που έχει σημαντικές διαστάσεις να αφήνεται στην πρωτοβουλία και στις απόψεις του κάθε μέλους της Εκκλησίας, Κληρικού, μοναχού και λαικού.
Η Αποστολική Σύνοδος του 48 μ.Χ. και όλες οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι μας έδειξαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματα η Εκκλησία. Δεν χρειάζεται ούτε εφησυχασμός, ούτε προχειρότητα, αλλά φωτισμός από τον Θεό και νούς νηφάλιος και φωτισμένος από το Άγιον Πνεύμα.
Τελικά, πρέπει να γίνη αντιληπτό ότι η Εκκλησία, όπως έχει δείξει η εκκλησιαστική ιστορία, συζητά επαρκώς τα θέματα, δεν ενεργεί βεβιασμένα, κάτω από την πίεση του χρόνου, αλλά αναμένει να ωριμάσουν τα πράγματα, ώστε οι αποφάσεις της να μη μεταβάλλονται εύκολα, και να είναι διαχρονικές και προ παντός σωτήριες για τους ανθρώπους.