23 Φεβρουαρίου 1968. Η ομίχλη σκέπαζε τα κορφοβούνια της νότιας Πίνδου και η μοίρα έπαιξε άσχημο παιχνίδι σε δύο Έλληνες σμηναγούς που πετούσαν κοντά στο χωριό Πηγές της Άρτας, με τα αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας τύπου F-84F της 349 Μοίρας Διώξεως Βομβαρδισμού.
Ο λόγος για τον Άγγελο Βενετσάνο από την Καλαμάτα και τον Γεώργιο Κουθουρίδη από το Κιλκίς. Εκτελούσαν διατεταγμένη αποστολή, αλλά προσέκρουσαν στην κορυφή του όρους Κοκκινόλακος, ύψους 1.750 μέτρων, δύο μίλια βορειοδυτικά των Πηγών.
Εκεί το σήμα τους χάθηκε. Τα αεροσκάφη συνετρίβησαν και οι δύο σμηναγοί σκοτώθηκαν πριν προλάβουν να χρησιμοποιήσουν τα εκτινασσόμενα καθίσματα. Ο Βενετσάνος ήταν μόλις 32 ετών και ο Κουθουρίδης 29.
Ένα τρίτο αεροσκάφος πετούσε μαζί τους, αλλά σε μεγαλύτερο ύψος και ο πιλότος σώθηκε.
Τα πρώτα αμερικανικά μαχητικά F-84F εντάχθηκαν στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία τον Ιανουάριο του 1957. Έδρα είχαν τις Μοίρες Δίωξης Βομβαρδισμού της Λάρισας.
Ο συγκεκριμένος τύπος αεροσκάφους παρέμεινε σε υπηρεσία 26 χρόνια και αποτέλεσε τη “ραχοκοκαλιά” της Πολεμικής Αεροπορίας μέχρι την έλευση των Mirage F-1, F-4 Phantom II και A-7 Corsair II.
“Τα κομμάτια από τα συντρίμμια για μένα είναι κειμήλια”
Μερικά από τα συντρίμμια των δύο αεροσκαφών βρίσκονται ακόμα και σήμερα διάσπαρτα στο σημείο του δυστυχήματος.
“Κάθε φορά που αγναντεύω την κορυφή, εκεί στον Κοκκινόλακο, έρχονται στην σκέψη μου, εκείνες οι συγκλονιστικές στιγμές της τραγωδίας, που έζησα σαν 12χρονο παιδί.
Είναι κάτι που έχει αφήσει έντονο αποτύπωμα στη ζωή μου. Τα κομμάτια από συντρίμμια που μάζεψα για μένα είναι κειμήλια“, είχε αναφέρει ο πρόεδρος της Αδελφότητας Πηγιωτών Άρτας, Χρήστος Καπερώνης στη δημοσιογράφο του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Μαίρη Τζώρα.
Ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε τους κατοίκους του μικρού χωριού. Οι δύο διαδοχικοί και απροσδιόριστοι δυνατοί κρότοι που έφτασαν στα αφτιά τους και όσα επακολούθησαν τους αναστάτωσαν και τους κινητοποίησαν.
Οι κάτοικοι που “ένωσαν” τις δυνάμεις τους
Η αναζήτηση των συντριμμιών και των σορών του Βενετσάνου και του Κουθουρίδη δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Το συμβάν έγινε στην “καρδιά” του χειμώνα και η περιοχή ταλανιζόταν από την κακοκαιρία.
Την τρίτη ημέρα, αεροπλάνα τις Πολεμικής Αεροπορίας εστίασαν την έρευνα στη χαράδρα του Αχελώου και οι κάτοικοι του χωριού παρακολουθούσαν τις πτήσεις με κομμένη την ανάσα.
Σύμφωνα με τον κ. Καπερώνη, οι αεροπόροι “πετούσαν πολύ χαμηλά, με κίνδυνο να συντριβούν. Έψαχναν πάνω κάτω, όσο είχε φως. Ήταν δύσκολο να εντοπίσουν τα συντρίμμια, είχε ομίχλη και το χιόνι κάλυπτε τα πάντα“.
“Την πέμπτη ημέρα κατόρθωσαν να εντοπίσουν το σημείο πτώσης αλλά η προσέγγιση ήταν αδύνατη. Έτσι, κάτοικοι του χωριού σχημάτισαν ομάδες.
Ξεκίνησαν με τα πόδια. Είχαν να διανύσουν 7 χιλιόμετρα πορεία στο βουνό, με 1,5 μέτρο χιόνι, για να φτάσουν στο σημείο πτώσης. Το ίδιο συνέβη και στην Ελάτη, στο διπλανό χωριό, καθώς το δεύτερο αεροπλάνο προσέκρουσε σε απόσταση 800 μέτρων, κάτω από την κορυφή.
Ακριβώς στη θέση Αγκάθι και 15 μέτρα πριν από την κορυφή, αντίκρισαν ένα τραγικό θέαμα. Αυτά τα 15 μέτρα, ήταν η μοιραία απόσταση της ζωής από τον θάνατο του πιλότου. Παντού διασκορπισμένα συντρίμμια. Το αεροπλάνο είχε διαλυθεί τελείως χωρίς έκρηξη και φωτιά“.
Οι κάτοικοι περισυνέλεξαν ό,τι απέμεινε από τις σορούς των δύο σμηναγών, τις κατέβασαν στο κέντρο του χωριού μέσα σε κουβέρτες κι από εκεί τις παρέλαβε ελικόπτερο της Πολεμικής Αεροπορίας. Από τον Βενετσάνο σώθηκε η υπηρεσιακή του ταυτότητα.
“Εμείς παιδιά μικρά, παρακολουθούσαμε το όλο σκηνικό με σφιγμένη την καρδιά από απόσταση. Δεν μας άφησαν να πλησιάσουμε. Το σώμα ήταν διαμελισμένο“, θυμάται ο Χρήστος Καπερώνης.
Όσο για την αιτία που προκάλεσε το αεροπορικό δυστύχημα, ο πρόεδρος της Αδελφότητας Πηγιωτών Άρτας εκτιμά πως “ήταν η πυκνή νέφωση που επικρατούσε στην χιονισμένη οροσειρά.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την συντριβή των δύο αεροσκαφών που πετούσαν παράλληλα στο ίδιο ύψος, ενώ το τρίτο που πετούσε πιο ψηλά μπόρεσε να αποφύγει την πρόσκρουση και έφτασε στην Λάρισα“.
Οι υπόνοιες περί ανάμιξης της Χούντας
Τον Ιούνιο του 1975, δημοσιεύματα σε διάφορες εφημερίδες συνέδεαν το θάνατο του σμηναγού Κουθουρίδη με το καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών. “Περίεργος θάνατος σμηναγού στην 7ετία – Και άλλο θύμα της Χούντας;“, έγραφαν “Τα Νέα“, ενώ η “Μακεδονία” υποστήριξε ότι “Ο νεκρός σμηναγός δεν ήταν μέσα στο φέρετρο“.
Ο πατέρας του Κουθουρίδη ανησυχούσε για το γιο του, επειδή στο χωριό Καμπάνης του Κιλκίς από όπου καταγόταν κυκλοφορούσαν φήμες περί διαφωνιών του με το καθεστώς.
Σύμφωνα με τον Χρήστο Καπερώνη, “η εφημερίδα “Ακρόπολις” δημοσίευσε συνέντευξη ενός συγγενούς του σμηναγού. Εκείνος ισχυριζόταν ότι η Χούντα τον εξαφάνισε, επειδή δεν τους άφησαν να ανοίξουν το φέρετρο [σ.σ: ήταν καρφωμένο, καλυμμένο με την ελληνική σημαία και με ένα πηλήκιο αεροπόρου].
Αυτό τους έβαλε σε σκέψεις. Όμως, τι φέρετρο να ανοίξουν και τι να δουν, το διαμελισμένο σώμα του; Αμφισβητούσε ο συγγενής το τραγικό αεροπορικό συμβάν. Επικοινώνησα τότε με τον συντάκτη του δημοσιεύματος και του είπα ακριβώς τι είχε συμβεί στο χωριό, το δημοσίευσε και δόθηκε η απάντηση στην οικογένεια“.
Τελικά, οι φήμες διαψεύστηκαν αφότου εκδόθηκε επίσημη ανακοίνωση από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, η οποία ανέφερε τα ακόλουθα:
Ένα σύντομο ιστορικό των Πηγών
Οι Πηγές είναι ορεινό χωριό 75 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της Άρτας, στα όρια των Νομών Άρτας και Καρδίτσας. Παλαιότερα το χωριό ονομαζόταν Βρεστενίτσα και η σημερινή ονομασία του προήλθε από τις πολλές πηγές με άφθονο νερό που βρίσκονται σε όλη την περιοχή.
Το χωριό των Πηγών είναι γνωστό για την ιστορική Μονή Σέλτσου, όπου, το 1804, οι Σουλιώτες βρήκαν καταφύγιο κυνηγημένοι από τις δυνάμεις του Αλή Πασά και “έγραψαν” το δεύτερο και μεγαλύτερο Ζάλογγο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι κάτοικοι των Πηγών έδωσαν το “παρών” στους αγώνες εναντίον των Γερμανών ως μέλη και αντάρτες του ΕΔΕΣ.
Ένα μνημείο προς τιμήν των Πηγιωτών αντιστασιακών, όπως και των πεσόντων Σουλιωτών, δεσπόζει στην πλατεία προέδρου Βασίλειου Καπερώνη, κοντά στον Ιερό Ναό Γενεσίου της Θεοτόκου. Οι κάτοικοι των Πηγών έχουν εκφράσει με επιστολές τη θέληση τους να ανεγερθεί και ένα μνημείο προς τιμήν του Βενετσάνου και του Κουθουρίδη στην κορυφή του Κοκκινόλακου.