Το ημερολόγιο έδειχνε 14 Απριλίου 1993. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη. Οι πιστοί Χριστιανοί ετοιμάζονταν ψυχολογικά και σωματικά για την κορύφωση των Θείων Παθών. Μια παρέα νεαρών παιδιών, ωστόσο, είχε σχεδιάσει κάτι εξαιρετικά σκοτεινό. Είχε «βυθιστεί» στον σκοτεινό κόσμο του σατανισμού.
Στο μυαλό τους η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να κάνουν μια ανθρωποθυσία στον σατανά. Το μόνο που έμενε να βρουν ήταν το θύμα. Και τελικά το βρήκαν. Τυχαία.
Ήταν η 28χρονη, μητέρα δυο παιδιών, Γαρυφαλλιά Γιούργα.
Το 1972 γεννήθηκε ο Ασημάκης Κατσούλας. Όλοι όσοι τον ήξεραν τον περιέγραφαν ως ένα ήσυχο και σοβαρό παιδί που δε δημιουργούσε ποτέ προβλήματα.
Οι γονείς του έκαναν λόγο για ένα χαμηλών τόνων παιδί που, ουσιαστικά, τον παρακαλούσαν να βγει λίγο από το σπίτι, να διασκεδάσει και να μην είναι συνέχεια πάνω από τα βιβλία.
Μέχρι που ο Ασημάκης Κατσούλας φτάνει τα 17. Χωρίς να είναι σαφές τι μεσολάβησε, ο Ασημάκης από αυτό το ήρεμο και ντροπαλό παιδί μετατρέπεται σε έναν έφηβο με τρομερή αυτοπεποίθηση που, όπως τον περιέγραφαν, αυτό που ήθελε μπορούσε εύκολα να το κατακτήσει.
Από το 1990 και έπειτα μιλάμε, πλέον, για έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο οποίος έχει αποξενωθεί πλήρως από τους δικούς του και στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε τι κάνει και πού πηγαίνει όταν φεύγει από το σπίτι του.
Ακούει μουσική Heavy Metal και οι στίχοι των τραγουδιών του εξάπτουν τη φαντασία. Αρχίζει να ασχολείται με τον σατανισμό.
Πρώτα διαβάζει τη Βίβλο του αποκρυφισμού, το «Νεκρονομικόν» και στη συνέχεια τη «Σολομωνική» που μέσα στις σελίδες τις μπορεί να βρει κανείς οδηγίες για τελετές μαύρης μαγείας και επικλήσεις στον σατανά και τους δαίμονες.
Το θέμα για τον Κατσούλα ήταν πως όλα αυτά (για ανθρώπους που τα πιστεύουν) ακούγονταν πολύ τρομακτικά και κανείς δεν καθόταν να μιλήσει μαζί του, πολλώ δε μάλλον, να κάνει πράξη αυτά που είχε στο μυαλό του ο νεαρός με τις σκοτεινές αναζητήσεις.
Στα τέλη του 1991 ο Κατσούλας θα συναντηθεί με την 15χρονη τότε, Δήμητρα Μαργέτη. Θα την ερωτευτεί, θα κάνει σχέση μαζί της και θα της μιλήσει για τις αναζητήσεις του. Εκείνη θα του πει πως έχει διαβάσει ανάλογα βιβλία και πως θα την ενδιέφερε να μάθει περισσότερα.
Ο Κατσούλας θα της πει ψέματα πως έχει μυηθεί στο σατανισμό και πως αν εκείνη θέλει, μπορεί εκείνος να τη μυήσει. Η Μαργέτη θα δεχθεί με ενθουσιασμό και η τελετή μύησής της θα γίνει στο δωμάτιο της.
«Είχαμε απλώσει στο δάπεδο ένα μαύρο πανί, στο οποίο ήταν ζωγραφισμένη η πεντάλφα και στις πέντε άκρες της είχαμε στερεώσει πέντε μαύρα κεριά αναμμένα. Η Δήμητρα στεκόταν γυμνή πάνω στην πεντάλφα και γύρω της ήταν τα κεριά, ενώ εγώ στεκόμουν όρθιος έξω από το πανί, απέναντί της.
(…) Μετά πήρα στα χέρια μου μια λίμα που έμοιαζε με σπαθί και αφού πήρα το βιβλίο (σ.σ. εννοεί το ‘Νεκρονομικόν’) από τη Δήμητρα και διάβασα κάποια κομμάτια απ’ αυτό, ακούμπησα τη λίμα στο κεφάλι της και της είπα ότι από εκείνη τη στιγμή ήταν μυημένη. Μετά με φίλησε και ντύθηκε», θα πει χρόνια αργότερα ο Κατσούλας.
Από την πλευρά της η Μαργέτη θα περιγράψει διαφορετικά την τελετή μύησής της, είχε πει πώς εκείνο το βράδυ υπήρξαν άλλα τέσσερα άτομα στον χώρο και όχι μόνο αυτοί οι δύο. Αργότερα θα τονίσει πως «τα έφτιαξα με τον Μάκη με εντολή δαίμονα, παρά τη θέλησή μου, επειδή εγώ δεν είχα σκοπό».
Σύντομα στην παρέα των δυο θα μπει ένα ακόμα άτομα. Ο Μάνος Δημητροκάλης. Ο Δημητροκάλης ήταν αυτός που είχε σχέση με τη Μαργέτη πριν εκείνη «τα φτιάξει» με τον Κατσούλα. Ήδη η όλη ιστορία έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τον έλεγχο των πρωταγωνιστών της.
Αντίθετα με αυτό που πιστεύει σήμερα ο κόσμος, οι «σατανιστές της Παλλήνης» δεν ήταν μόνο τρία άτομα. Ήταν πάρα πολλά νεαρά παιδιά που συμμετείχαν σε τελετές μαύρης μαγείας και σεξουαλικά όργια στη διάρκεια των οποίων βασανίζονταν και θανατώνονταν αθώα ζωάκια. Ότι, δηλαδή, περίπου έγινε και στην τελετή μύησης του Δημητροκάλη η οποία έγινε στην περιοχή Σέσι Γραμματικού.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, πέρα από την τριάδα, εκεί υπήρχαν και δυο ακόμα άτομα. Ο Βασίλης και ο Άκης. «Μόλις φτάσαμε εκεί, ο Μάνος έβαλε πάνω σε ένα τραπέζι το σκυλί, του οποίου ήταν δεμένα τα πόδια και με ένα τσεκούρι που είχε σε μια τσάντα που κουβαλούσε, του έκοψε τον λαιμό.
Στη συνέχεια, από την ίδια τσάντα έβγαλε ένα γυάλινο ποτήρι και έβαλε μέσα σ’ αυτό αίμα που πεταγόταν από τον λαιμό του σκύλου. Μετά έφερε το ποτήρι στο στόμα και ήπιε το αίμα», είχε περιγράψει ο Κατσούλας.
Για πολλούς η όλη… σκοτεινή δράση των «σατανιστών της Παλλήνης» ήταν μια αφορμή για να κάνουν σεξουαλικά όργια. Και ίσως έτσι να ήταν. Τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειονότητα των νεαρών παιδιών που συμμετείχαν στις τελετές.
Ενδεικτική είναι η κατάθεση της Κατερίνας Ρηγάκη, μιας κοπέλας που, μαζί με την αδερφή της Μαρία, είχε κατηγορηθεί και καταδικαστεί για εμπλοκή (για ψευδορκία και υπόθαλψη εγκληματία) στην ομάδα των σατανιστών.
«Με έβαλε γυμνή σε ένα βωμό με δεμένα τα μάτια. Ο Μάκης μού είχε πει να κρατάω ένα ξίφος, με έβαλε να ξαπλώσω στο τραπέζι και έλεγε λόγια που δεν τα καταλάβαινα. […] Με μια σύριγγα μου πήρε αίμα από το ένα μου χέρι, για να το πιει ο Σατανάς και να μυηθώ.
Έβαλε το αίμα σε ένα ποτήρι και απομακρύνθηκε λίγο για να φωνάξει στον Σατανά να έρθει. Τότε ακούστηκε ένας δυνατός κρότος – δε γνωρίζω από τι – ήπιε το αίμα μου και καθ’ υπόδειξη εγώ, έχοντας σκυμμένο το κεφάλι ζήτησα από τον ‘Λεβιάθαν να κατέβω στην Κόλαση.
[…] Τότε ο Μάκης (σ.σ. ο Κατσούλας) με αλλαγμένη τη φωνή, παριστάνοντας τον δαίμονα, μου είπε: ”Δέχεσαι να βασανιστείς και να γαμηθείς από έναν αρχαίο βασανιστή;”, τότε εγώ απάντησα πως ‘δέχομαι.
Την ώρα εκείνη μου ζήτησε να έχω το κεφάλι σκυμμένο, να λέω από μέσα μου το ”Πάτερ Ημών” για ξεφτίλα, και να κάνω ότι μου λέει ο δαίμονας που θα μπει στο δωμάτιο. Ο Μάκης με αλλαγμένη φωνή μου είπε: ”Είμαι ο Νόβα, γδύσου”. Εγώ αμέσως γδύθηκα.
Μου έδεσε τα μάτια με ένα μαντήλι, με έβαλε να σκύψω σε έναν καναπέ, με έδειρε με μια ελαστική ράβδο δέκα φορές, με χαράκωσε με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο πίσω στον γλουτό – έχει μείνει σημάδι – και άρχισε να τρέχει αίμα στα πόδια μου. […]
Μου είπε ότι αυτό το γεγονός θα πρέπει να γίνει συνολικά εννέα φορές και μετά θα μπορέσω να κατέβω στην Κόλαση».
Οι άγριες δολοφονίες της 14χρονης Δώρας και της 28χρονης Γαρυφαλλιάς
Ίσως όλο αυτό να παρέμενε ένα ακραίο σεξουαλικό παιχνίδι ανάμεσα σε νεαρούς ανθρώπους αν στα τέλη Αυγούστου του 1992, ο Ασημάκης (ο Μάκης, όπως τον έλεγαν οι γνωστοί του) Κατσούλας δεν αποφάσιζε να «ανεβάσει» επίπεδο στη δράση της ομάδας του.
Τουλάχιστον δυο φορές στο παρελθόν είχαν πάρει μαζί τους στις τελετές μαύρης μαγείας μια πανέμορφη 14χρονη κοπέλα, τη Δώρα Συροπούλου. Δυστυχώς για εκείνη, η μικρή κοπέλα εμπιστευόταν την «διαβολική» τριάδα και έτσι τους ακολούθησε ξανά σε μια απομονωμένη περιοχή στο Σέσι στις 27 Αυγούστου.
Ο Κατσούλας είχε πει στη Δώρα πως θα έκαναν μια τελετή προκειμένου να τη βοηθήσουν να δει τι συμβαίνει στην κόλαση και πόσο καλά περνάνε εκεί οι υπηρέτες του σατανά. Στη Μαργέτη ο Κατσούλας της είχε πει πως… ένας δαίμονας του είχε ζητήσει τη Δώρα επειδή ήταν όμορφη.
Θα πήγαιναν στο Σέσι, θα έκαναν την τελετή και στη συνέχεια η κοπέλα θα εξαφανιζόταν. «Θα την έπαιρνε ο δαίμονας», όπως είχε πει η Μαργέτη!
Κατσούλας, Δημητροκάλης και Μαργέτη, αφού την πήραν από το φροντιστήριο της στη Μιχαλακοπούλου και έκαναν μια βόλτα στο Λυκαβηττό μέχρι να πάει μεσάνυχτα, οδήγησαν τη Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία και αφού έστησαν ένα σκηνικό μαύρης μαγείας, την έγδυσαν, της έδεσαν τα χέρια με χειροπέδες και την έβαλαν να γονατίσει κρατώντας ένα κερί. Ακολουθεί η απόλυτη φρίκη.
Χτυπούν με ξύλο τη 14χρονη στο κεφάλι μέχρι εκείνη να λιποθυμήσει. Όταν βλέπουν πως διατηρεί τις αισθήσεις της προσπαθούν να την κάνουν να λιποθυμήσει κρατώντας την αρχικά από τον λαιμό και στη συνέχεια από τη μύτη και το στόμα. Η κοπέλα αρχίζει να κλαίει και τους λέει «γιατί ρε παιδιά μου το κάνετε αυτό»;
Τελικά, τη σκοτώνουν, ασελγούν πάνω στο νεκρό κορμί της και στο τέλος βάζουν φωτιά στο πτώμα προκειμένου να εξαφανίσουν τα ίχνη τους.
Ένα χρόνο μετά η ομάδα θα ξαναχτυπήσει. Ήθελαν να κάνουν έναν φόνο μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα προκειμένου να πάρουν περισσότερη δύναμη. Η Μαργέτη δεν συμμετέχει. Κατσούλας και Δημητροκάλης μπαίνουν στο αυτοκίνητό τους και ψάχνουν το θύμα τους.
Ένας φίλος του Κατσούλα, ο νεαρός Μπάμπης Ζάβρας του έχει φτιάξει μέσω υπολογιστή μια πλαστή ταυτότητα αστυνομικού. Ο Κατσούλας τη χρησιμοποιεί για να πείσει τη Γαρυφαλλιά Γιούργα πως πρέπει να τους ακολουθήσει στο Αστυνομικό Τμήμα.
Η άτυχη 28χρονη γυναίκα, μητέρα δυο παιδιών, εργαζόταν ως καμαριέρα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» και επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά.
Αρχικά την πηγαίνουν στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο οινοποιίας «Καμπά» στην Παλλήνη όπου τη βιάζουν. Στη συνέχεια γυμνή την επιβιβάζουν στο αυτοκίνητο και τη μεταφέρουν σε ερημική τοποθεσία στο Σέσι.
Εκεί τη στραγγαλίζουν και της πολτοποιούν το κεφάλι με μια πέτρα προκειμένου να μην αναγνωριστεί το πτώμα!
Αργότερα, στη δίκη, Δημητροκάλης και Κατσούλας θα δώσουν διαφορετικές εκδοχές ο καθένας σχετικά με το πώς έγινε η απίστευτης αγριότητας δολοφονία της Γαρυφαλλιάς η οποία μαρτύρησε στα χέρια τους.
Αυτός ήταν ο δεύτερος και τελευταίος φόνος των «σατανιστών της Παλλήνης». Την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1993 ο Δημητροκάλης, κυριευμένος από τις τύψεις, θα εξομολογηθεί τις εγκληματικές πράξεις του σε έναν ιερέα.
Είναι η αρχή του τέλους. Την επομένη ο Δημητροκάλης, που εκείνη την περίοδο υπηρετούσε τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό, θα πάει και θα τα ομολογήσει όλα στην Αστυνομία.
Στις 23 Ιουνίου 1995 θα ξεκινήσει η δίκη των σατανιστών στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Λίγο καιρό μετά θα επιβληθούν δυο φορές ισόβια και 12 χρόνια στον Κατσούλα, δυο φορές ισόβια και 9 χρόνια στον Δημητροκάλη και 17 έτη στη Μαργέτη. Σήμερα και οι τρεις είναι ελεύθεροι και συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους.