Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. Τον Αύγουστο του 1996 η αποκάλυψη των αποτρόπαιων πράξεών του στη Θάσο και το παρουσιαστικό του, που σε καμία περίπτωση δεν παρέπεμπε σε έναν 24χρονο φοιτητή, ήταν οι βραδινοί μας εφιάλτες για πολύ καιρό. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019 όταν ο Σεχίδης άφησε την τελευταία του πνοή στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Μετά τους σατανιστές της Παλλήνης, το έγκλημα της Θάσου όπου ο Σεχίδης σκότωσε και τεμάχισε τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, τη γιαγιά και έναν θείο του, είναι από τις πιο αποτρόπαιες στιγμές στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδας και η φιγούρα του νεαρού, τότε, Θεόφιλου ήταν βγαλμένη μέσα από τα πιο τρομακτικά αστυνομικά θρίλερ στην ιστορία του κινηματογράφου.
Το χρονικό της αιματοχυσίας, άρχισε τον Μάιο του 1996 και χρειάστηκε η καταγγελία για εξαφάνιση των θυμάτων για να ενεργοποιηθούν οι αστυνομικές αρχές και να αρχίσουν τις έρευνες πριν φτάσουν στα φρικιαστικά ευρήματα. Θύματά του ήταν:
- Ο Δημήτριος Σεχίδης, 55 ετών, δάσκαλος και πατέρας του δράστη.
- Η Μαρίσα Σεχίδη, 46 ετών, μητέρα του δράστη.
- Η Ερμιόνη (Έμμυ) Σεχίδη, 26 χρονών, αδερφή του δράστη.
- Η Ερμιόνη Καλαμαρά, γιαγιά του δράση (μητέρα της μητέρας του).
- Ο Βασίλειος Σεχίδης, θείος του δράστη (αδερφός του πατέρα του).
Για να φτάσουμε στη σύλληψη του Θεόφιλου και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των εγκλημάτων που επί σειρά ημερών βρίσκονταν με παχυλούς τίτλους και αναλυτικά ρεπορτάζ σε όλες τις εφημερίδες (χαρακτηριστική η περιβόητη, πλέον, λεπτομέρεια ότι ο «κανίβαλος», όπως τον είχαν χαρακτηρίσει, τεμάχιζε τα θύματά του ακούγοντας Τσαϊκόφσκι), χρειάστηκε η παρέμβαση της θείας του (σύζυγος του Βασίλη Σεχίδη) για την εξαφάνιση του άνδρα της.
Ο Βασίλης Σεχίδης ζούσε μόνιμα στο Βέλγιο μαζί με τη γυναίκα του και είχαν επισκεφτεί για λίγες μέρες την Ελλάδα και το σπίτι του ανιψιού τους. Μετά την εξαφάνισή του, ο Θεόφιλος έκανε πώς αναζητούσε τόσο το θείο του όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, ενώ είχε απευθυνθεί μέχρι και στην αστυνομία ζητώντας βοήθεια.
Για τον δράστη αυτό ήταν το τέλειο άλλοθι για να μην αποκαλυφθούν τα εγκλήματα που διέπραξε. Για τη θεία του, όμως, ήταν ακόμα μία αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, ανάμεσα στις τόσες που τον χαρακτήριζαν και οι οποίες αποτελούσαν το οικογενειακό θέμα συζήτησης για να βρεθεί μία λύση και να του παρασχεθεί ιατρική βοήθεια. Ο 24χρονος, όμως, φοιτητής πρόλαβε να διαγράψει με ανατριχιαστικό τρόπο το μέλλον του.
Ο Σεχίδης τελικά, δύο μήνες μετά τα εγκλήματά του, ομολόγησε ότι εκείνος είχε σκοτώσει μάνα, πατέρα, αδερφή, γιαγιά και θείο επειδή, σύμφωνα με όσα υποστήριζε, σχεδίαζαν να τον δολοφονήσουν. Έτσι, ευρισκόμενος σε άμυνα, τους πρόλαβε αυτός και τους σκότωσε.
Το πτώμα του θείου του, Βασίλη, βρέθηκε τεμαχισμένο και σε προχωρημένη σήψη, ενώ τα πτώματα των τεσσάρων άλλων θυμάτων τα είχε μεταφέρει τεμαχισμένα και με απόλυτη προσήλωση στο έργο του ώστε να μην κινήσει υποψίες, σε σκουπιδότοπο στην περιοχή Πέρνης της Καβάλας.
Με την αποκάλυψη του δράστη άρχισαν οι σοκαριστικές λεπτομέρειες που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα ολόκληρη η Ελλάδα. Καθημερινά στα δελτία ειδήσεων, αλλά και στις εφημερίδες, η φιγούρα του Σεχίδη ήταν εκεί να θυμίζει σε όλους ότι πρόκειται για τον serial killer που τρόμαξε τη χώρα.
Το σκούρο παντελόνι και το άσπρο πουκάμισο ήταν τα ρούχα που σημάδεψαν τον Θεόφιλο έως σήμερα. Λες και ήταν το ντύσιμο ενός δολοφόνου, λες και αυτή ήταν η στολή του Έλληνα Χάνιμπαλ Λέκτερ που στην αρχή έκρυβε, αλλά στη συνέχεια αποκάλυψε με πάσα λεπτομέρεια, τις πράξεις του.
Ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαϊού. Ο Σεχίδης είχε ανέβει στην αρχαία ακρόπολη της Θάσου με τον θείο του για να συζητήσουν. Άρχισαν να μαλώνουν έντονα, ο Σεχίδης είπε ότι το θύμα προσπάθησε να του επιτεθεί με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να τον σπρώξει από ύψος δέκα μέτρων. «Πήγα κοντά του, ψυχορραγούσε και για να μη βασανίζεται του έκοψα τον λαιμό. Τον έκρυψα στους θάμνους», είπε.
Μέχρι την 20η Μαϊου, ακολούθησαν οι υπόλοιπες 4 δολοφονίες. Αφού πρώτα αγόρασε μία καραμπίνα, επέστρεψε στο σπίτι του και περίμενε τον πατέρα του, ο οποίος γύρισε στις 7:30 το απόγευμα. Έπεσε νεκρός από πυροβολισμό κι επίσης έφερε στον λαιμό βαθύ τραύμα από μαχαίρι:
«Μου επιτέθηκε με μαχαίρι και του έριξα στο κεφάλι από απόσταση περίπου ενός μέτρου και ενώ η πλάτη του έβλεπε προς το εσωτερικό της τουαλέτας. Έπεσε κάτω νεκρός και τον έσυρα μέσα στην τουαλέτα, όπου τον άφησα. Η σφαίρα που έριξα στον πατέρα μου τρύπησε και την πόρτα. Το κεφάλι του από τα μάτια και πάνω έσκασε, με αποτέλεσμα να αποκολληθούν τεμάχια οστών. Μετά από δεκαπέντε λεπτά ήρθε η μητέρα μου μαζί με την αδερφή μου. Με ρώτησαν που είναι ο πατέρας μου και η μητέρα μου έβγαλε μαχαίρι να με χτυπήσει», περιέγραφε στην κατάθεσή του ο 24χρονος δράστης, ο οποίος μέσα σε 24 ώρες ολοκλήρωσε το πενταπλό έγκλημα δίχως ίχνος μετάνοιας ή οίκτου προς τα θύματά του.
Θείος, πατέρας, μητέρα, αδερφή και γιαγιά ήταν ο τρομακτικός πίνακας που ζωγράφισε μέσα από το άρρωστο μυαλό του. Ήταν το ειδεχθές έγκλημα που αποκαλύφθηκε δύο μήνες μετά.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης δεν τους σκότωσε απλά. Φρόντισε να τους τεμαχίσει, τεμαχίζοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Το μυαλό δε λειτουργούσε, το είχε κυριεύσει η παράνοια, εκτελούσε κατά γράμμα την «ιστορία» που είχε φτιάξει: «Από τα κεφάλια του πατέρα μου, της αδερφής μου και της γιαγιάς μου έβγαλα τα μυαλά και τα έβαλα στην κατάψυξη, μέσα σε πιάτο, με σκοπό να τα μελετήσω και να τα φάω για να τους τιμωρήσω και να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. (…) Ό,τι έκανα το έκανα βρισκόμενος εν αμύνη και γι’ αυτό δε μετανιώνω και ό,τι σας έχω πει είναι αλήθεια πέρα για πέρα».
Η ομολογία του Σεχίδη τελειώνει με τον πιο κυνικό τρόπο. Η δίκη του Σεχίδη έγινε τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια για τις δολοφονίες κι επιπλέον φυλάκιση 7,5 ετών για οπλοχρησία και περιύβριση νεκρού. Άσκησε έφεση, αλλά σχεδόν αμέσως πήρε πίσω την απόφασή του λέγοντας πώς τον επηρέασε ο δικηγόρος του. Ο Θεόφιλος είχε εξ αρχής αποδεχθεί τις πράξεις του, δεν πήγε κόντρα σε ό,τι έκανε, δεν τον ενδιέφερε η δημόσια εικόνα του. Για εκείνον, αυτός ήταν το «θύμα»..
‘Ο,τι έχει μείνει πλέον, είναι η ερμηνεία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στον Κόκκινο Κύκλο και η συγκλονιστική εικόνα του δράστη λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του.
Αντί επιλόγου, λοιπόν, αυτό από παλιότερο ρεπορτάζ του OneMan:
«Στο τελευταίο κελί, υπήρχαν δύο κρεβάτια στη σειρά και μια κουκέτα. Κοίταξα από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ένα μονό κρεβάτι άδειο, ένα μονό κρεβάτι με έναν κρατούμενο που διάβαζε κάτι, το κάτω κρεβάτι της κουκέτας άδειο και στο πάνω ο Θεόφιλος Σεχίδης κοιμόταν ανάποδα. Τα πόδια στο προσκεφάλι, το κεφάλι εκεί που θα έπρεπε να είναι τα πόδια. Ίσως, ήθελε να βλέπει έξω. Αν θυμάμαι καλά, υπήρχε ένα παράθυρο στο κελί που έβλεπε προς το προαύλιο. Ίσως, θυμάμαι λάθος. Το κεφάλι του ήταν ελαφρώς γυρτό προς το πλάι, κι έτσι μπόρεσα να τον αναγνωρίσω. Τα μούσια του ήταν πια λευκά. Ο ίδιος σίγουρα 20-30 κιλά περισσότερα από τότε που τον γνωρίσαμε. Φαινόταν πολύ βρώμικος. Έμοιαζε να κουβαλάει τα κρίματα μιας 20ετίας. Έμοιαζε καταραμένος…»
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2020 από τον Σταύρο Καραΐνδρο.