O N. 2503/1997 «Διοίκηση, Οργάνωση, Στελέχωση της Περιφέρειας, Ρύθμιση θεμάτων για Τοπική Αυτοδιοίκηση και άλλες διατάξεις» προσδίδει στην οργανωτική οντότητα της Περιφέρειας το χαρακτήρα μιας ενιαίας αποκεντρωμένης μονάδας αναπτυξιακής πολιτικής του κράτους. Οι μελέτες της ΕΝΑΕ, του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της ΚΕΔΚΕ, τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Επιτροπής Περιφερειών, τα διεθνή επιτυχώς δοκιμασμένα πρότυπα Αυτοδιοίκησης, αλλά και –ίσως το σημαντικότερο- η έλλογη βιωματική κοινωνική επιταγή προβάλλουν την αναγκαιότητα για τη δημιουργία μιας Περιφέρειας που θα ενσωματώνει νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις που διαθέτουν ένα βιώσιμο κοινό αναπτυξιακό υπόβαθρο. Κοινά στοιχεία για τις δράσεις των δομών τοπικής αυτοδιοίκησης είναι οι έννοιες της «επικουρικότητας» και της «διοικητικής ολοκλήρωσης». Κοινός τόπος τόσο των επιστημονικών οργάνων αλλά και της ζώσας πραγματικότητας στην αυτοδιοίκηση είναι η άμεση θέσπιση κριτηρίων με αντικειμενικούς δείκτες και μεταβλητές (κριτήρια πληθυσμιακά, κοινωνικά, οικονομικά – αναπτυξιακά, γεωγραφικά, πολιτιστικά και ιστορικά).
Μέσα από αυτό το πρίσμα και μόνο δύναται η Περιφέρεια να αφουγκράζεται τις τοπικές ανάγκες και να υλοποιεί στοχευμένα, συμπληρωματικά και με συνέργιες οικονομιών κλίμακας το αναπτυξιακό της πρόγραμμα το οποίο επανεπενδύεται ως προστιθέμενη αξία υποδομών και υπηρεσιών διασφαλίζοντας την Περιφερειακή αειφορία.
Είναι απαιτητό λοιπόν η Περιφέρεια σε επίπεδο αυτοδιοίκησης να έχει πρωτίστως αναπτυξιακό και δευτερευόντως διοικητικό προσανατολισμό. Η κατάληψη της τελευταίας θέσης της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας με ανάπτυξη μόλις στο 59% επί του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος του μέσου κοινοτικού όρου, η αντίστοιχη χαμηλότερη απόδοση της Αιτωλοακαρνανίας στο 57% και η μηδενική απορρόφηση του ΕΣΠΑ 2007-2013 αποδεικνύουν πως ο όποιος μέχρι τούδε αναπτυξιακός προσανατολισμός απέτυχε παταγωδώς.
Στην απάντηση του ερωτήματος «ποιά είναι και πού προσανατολίζεται η δυναμική της Αιτωλοακαρνανίας» βρίσκεται ακριβώς και η απάντηση στο ποιά πρέπει να είναι η θέση της Αιτωλοακαρνανίας στο νέο αναπτυξιακό σχήμα.
Διαχείριση του Υδατικού Πλούτου
Ο υδατικός πλούτος κάθε περιοχής είναι αποφασιστικός παράγοντας για την πρωτογενή παραγωγή. Σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 2000/60/ΕΚ τίθεται ως υποχρέωση η Περιφερειακή οργάνωση των υδάτων μέσω της δημιουργίας περιοχών λεκανών απορροής ποταμού με σκοπό την προστασία και βιώσιμη διαχείριση των υδάτων. Τα υδροηλεκτρικά έργα Κρεμαστών, Καστρακίου και Στράτου επί του μήκους του ποταμού Αχελώου, το Δέλτα των εκβολών του, το λιμναίο υδατικό δυναμικό, ο Αμβρακικός κόλπος είναι παραγωγικοί συντελεστές του Νομού Αιτωλοακαρνανίας που η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση καλείται να αξιοποιήσει.
Για μια ακόμη φορά διαφαίνεται αβίαστα και εξόφθαλμα το άτοπο της κρατούσας Περιφερειακής διοικητικής πραγματικότητας στη διαχείριση των υδάτων: ο Νομός Αιτωλοακαρνανίας αναθέτει την οργάνωση των υδατικών πόρων σε μια Περιφέρεια με την οποία εκ της γεωμορφολογίας δεν έχει καμία δυνατότητα συμπληρωματικότητας και καμία κοινή πηγή άρδευσης ή υδροδότησης.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, πού ήταν και πού είναι η στήριξη της Αχαΐας ως έδρα Περιφέρειας -υπεύθυνης για την οργάνωση του υδατικού πλούτου- για την αποτροπή της εκτροπής του Αχελώου;
Σε ποια φόρα απευθύνθηκε η Αχαΐα για να υπεραμυνθεί το θεσμικό της δικαίωμα αλλά και να εκπληρώσει την υποχρέωσή της για αντίλογο καθ όλη τη διάρκεια των, δικαιωμένων πια από το ΣτΕ, αγώνων και της Αιτωλοακαρνανίας ενάντια στο έργο- τροχοπέδη για την ανάπτυξη μια ευρύτατης γεωγραφικής ενότητας;
Οι ποταμοί Αχελώος, Εύηνος και Μόρνος αποτελούν τους βασικούς και εγγύς παροχείς νερού για την άρδευση και την υδροδότηση μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Αποτελούν με άλλα λόγια πρόσφορο έδαφος εκπόνησης αναπτυξιακής πολιτικής διαχείρισης των υδάτων.
Μιας αναπτυξιακής πολιτικής που «εκ κατασκευής» δεν μπορεί να δράσει συμπληρωματικά με την Αχαΐα.
Περιφερειακή πολιτική ανάπτυξης Ορεινών Όγκων
Οι ορεινοί όγκοι που διατρέχουν το Νομό της Αιτωλοακαρνανίας αποτελούν κατά μεγάλο ποσοστό τομείς, απολήξεις και μορφολογικές συνδέσεις της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου.
Είναι σαφές ότι ο Νομός Αιτωλοακαρνανίας βρίσκεται υπό έναν κοινό παρονομαστή, σε ένα ενιαίο εν πολλοίς συσσωμάτωμα ορεινού όγκου με την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα. Αυτό είναι λοιπόν το γεωγραφικό πεδίο που δίνει ρεαλιστικές δυνατότητες ανάπτυξης κοινών δράσεων για την προστασία και τουριστική ανάπτυξη των ορεινών όγκων και για την ενίσχυση της προσπελασιμότητας μέσω δρόμων πρόσβασης στους ορεινούς οικισμούς.
Τί κοινές συνέργιες οικονομιών κλίμακας μπορούν να προκύψουν από την ανάπτυξη της Ορεινής Αιτωλοακαρνανίας και της Ορεινής Αχαΐας; Ουδεμία.
Με δεδομένη την ανυπαρξία κοινών ορεινών όγκων του Νομού Αιτωλοακαρνανίας με το Νομό Αχαΐας, είναι εξ ορισμού αδύνατη η εκπόνηση και εφαρμογή κοινών δράσεων προστασίας και τουριστικής ανάπτυξης των ορεινών όγκων που να προσδίδουν λειτουργική αλληλεπίδραση και αναπτυξιακή αποτελεσματικότητα.
Είναι συνεπώς διοικητικά ακατάλληλη, αναπτυξιακά έωλη αλλά και κοινωνικά ελεγκτέα η αναζήτηση κοινών δράσεων ανάπτυξης και προστασίας των ορεινών όγκων των νομών Αιτωλοακαρνανίας και Αχαΐας ως μια Περιφέρεια κατά τη στιγμή που η Αιτωλοακαρνανία έχει μόνο θαλάσσια σύνορα και κανενός άλλου είδους γεωγραφικό δεσμό με την Αχαΐα.
Δίκτυα μεταφορών και υποδομών στην Αιτωλοακαρνανία και Περιφερειακή Ανάπτυξη
Ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα του κλάδου της Οικονομικής των Μεταφορών σε ένα διοικητικό πλέγμα είναι η εξυπηρέτηση των υποδομών εκείνων που θα αμβλύνουν τους χρόνους παραγωγής και μεταφοράς προϊόντων και υπηρεσιών, θα μειώσουν τα μεσοσταθμικά λειτουργικά κόστη και θα δημιουργήσουν αναπτυξιακές συνέργιες κατά το μήκος των διόδων πρόσβασης και σύνδεσης και πέριξ αυτών.
Τί διαθέτουμε λοιπόν ως Νομός Αιτωλοακαρνανίας και πού βαίνουμε αναπτυξιακά; Η αλήθεια είναι ότι η κατασκευή του αυτοκινητόδρομου της Ιόνιας Οδού, τα 2/3 του συνολικού μήκους της οποίας διασχίζουν τη γεωγραφική ενότητα της Αιτωλοακαρνανίας, είναι το έργο- καταλύτης που τοποθετεί την Αιτωλοακαρνανία σε ένα κομβικό σημείο αναπτυξιακής δυναμικής. Διασφαλίζεται η υψηλού επιπέδου σύνδεση με την Κέρκυρα, την Ήπειρο και τη Λευκάδα και επιπλέον παρέχεται η δυνατότητα απευθείας σύνδεσης με την Αλβανία και μέσω της Εγνατίας με τις λοιπές χώρες των Βαλκανίων αποτελώντας έναν πολλά υποσχόμενο οικονομικό και πολιτισμικό δίαυλο συνεργιών με τις αγορές της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.
Το διευρωπαϊκό οδικό δίκτυο Αγρίνιο- Καρπενήσι- Λαμία, που θα πλαισιώσει την Ιόνια Οδό, καθώς και η «διαγώνια» οδός Ναύπακτος- Άμφισσα- Λαμία, θα συνδέσουν άμεσα τα κέντρα οικιστικής ανάπτυξης και τους διαθέσιμους αναπτυξιακούς πόρους του Νομού Αιτωλοακαρνανίας με αυτούς της Στερεάς, Κεντρικής και Βορείου Ελλάδας δημιουργώντας ένα πλήρως διαλειτουργικό και αξιοποιήσιμο πλέγμα. Η κατασκευή του οδικού άξονα Λευκάδα – Άκτιο θα ενεργοποιήσει και θα ενισχύσει την οικονομική προοπτική του πολιτικού αεροδρομίου του Ακτίου (ενός σημαντικότατου σε υποδομές και γεωγραφική θέση αερολιμένα) και της υποθαλάσσιας ζεύξης προς Πρέβεζα. Πρόκειται για υποδομές που θα ενισχύσουν δράσεις, λειτουργίες και συνέργιες κατά μήκος της Παραϊόνιας οδού για την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη σύνδεση Ηγουμενίτσας- Πρέβεζας-Παλαίρου- Αστακού- Μύτικα.
Η σύνδεση Αστακού- Δυτικού Άξονα (Κεφαλόβρυσο) αποτελεί ένα αναπτυξιακό δίκτυο υψηλής προστιθέμενης αξίας σε ακτίνα πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων που δύναται να ανοίξει το δρόμο για την ανάδειξη του αεροδρόμιο Αγρινίου ως στρατηγικού κόμβου για cargo μεταφορές, συνδυαζόμενο με το τεράστιας αναπτυξιακής δυναμικής λιμάνι Πλατυγιαλίου Αστακού. Η ΝΑΒΙΠΕ Πλατυγιαλίου Αστακού είναι μια εθνικής αξίας επένδυση άνω των 800.000.000 ευρώ. Ένα λιμάνι το οποίο έχει 700 στρέμματα λιμενική ζώνη και είναι το μεγαλύτερο στη χώρα. Σ’ αυτό το λιμάνι υπάρχει χαρακτηρισμένη βιομηχανική περιοχή 2.500 στρεμμάτων. Πρόκειται για έναν παραγωγικό συντελεστή η πλήρης ενεργοποίηση του οποίου θέτει την Αιτωλοακαρνανία στο επίκεντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου στη Μεσόγειο και εξασφαλίζει πρωτόγνωρες οικονομικές συνέργιες στην επιχειρηματικότητα και τον τουρισμό με τη ζεύξη της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου και των περί των ακτών της Αιτωλοακαρνανίας νησιών της Λευκάδας, Καλάμου και Μεγανησίου με την Εγνατία, διευρύνοντας τον επενδυτικό ορίζοντα. Δυστυχώς η προοπτική αυτή ήδη δυσχεραίνεται οικονομοτεχνικά από τις επενδύσεις επέκτασης του Λιμανιού της Πάτρας και δυναμιτίζεται στρατηγικά από το αχαϊκό λόμπι. Η αρχή έχει ήδη γίνει με τις καταφανείς πρακτικές αντιπαραγωγικής αντίδρασης και υπονόμευσης της λειτουργίας της ΝΑΒΙΠΕ Αστακού για την εισαγωγή αιγυπτιακής πατάτας. Το επιστημονικά και διοικητικά ορθό είναι να συνειδητοποιηθεί πως η συγκατοίκηση υπό την ίδια διοικητική και αναπτυξιακή σκέπη της ΝΑΒΙΠΕ Πλατυγιαλίου Αστακού με το Λιμάνι της Πάτρας δημιουργεί αντίρροπες δυνάμεις που απαξιώνουν το τεράστιο επενδεδυμένο κεφάλαιο και δεν προάγουν την ανάπτυξη. Είναι εξάλλου κατασκευαστικά εφικτή και πολλαπλασιαστικά ωφέλιμη η σιδηροδρομική σύνδεση από το Πλατυγιάλι μέσω Προυσσού Ευρυτανίας ως το Λιανοκλάδι βαίνοντας στον κεντρικό σιδηροδρομικό ιστό της Ελλάδας. Και είναι εξίσου φανερή η αντικειμενική αδυναμία εύρεσης συνεργιών με το σιδηροδρομικό δίκτυο τις Αχαΐας. Η υλοποίηση του τριπόλου Αγρίνιο- Μεσολόγγι- Πλατυγιάλι που προβλέπεται από το Περιφερειακό Πλαίσιο Σχεδιασμού για την ανάπτυξη και επιβάλλεται λόγω της εξαιρετικά μεγάλης δυνατότητας διασύνδεσης οικιστικών και αναπτυξιακών υποδομών, έχει γίνει αντικείμενο πολεμικής και ανταγωνισμού από την Αχαΐα. Είναι φανερό και στον πλέον -καλόπιστα- δύσπιστο πως η γεωγραφική θέση, ο προσανατολισμός των δικτύων υποδομών (Παραϊόνια, Σύνδεση Ακτίου-Πρέβεζας, ΝΑΒΙΠΕ Πλατυγιαλίου, αεροδρόμια Ακτίου και Αγρινίου, έξοδος προς Εγνατία) και η οριζόμενη εξ αυτών «αναπτυξιακή δυναμική» του Νομού Αιτωλοακαρνανίας δεν αφήνει περιθώρια για ψευδοδιλλήματα για το «πού ανήκουμε».
Η οικονομική, κοινωνική και εντέλει αναπτυξιακή πορεία του Νομού Αιτωλοακαρνανίας προσανατολίζεται, βαίνει και διακλαδώνεται σε μια διαφορετική και εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή των Νομών της Πελοποννήσου.
Η Δικαιοσύνη στην Αιτωλοακαρνανία
Η ίδρυση Εφετείου στην Αιτωλοακαρνανία καλύπτει τις πολλαπλασιαζόμενες οικείες ανάγκες μιας ευρύτερης περιοχής , μειώνει τις διανυόμενες αποστάσεις, εξοικονομεί πόρους, αποφορτίζει έτερες περιοχές και συμβάλλει αποφασιστικά στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης.
Παρά την αναντίρρητη χρησιμότητα για ένα αποδοτικότερο δικανικό σύστημα, το αίτημα ίδρυσης Εφετείου στην Αιτωλοακαρνανία, προσκρούει σε μια θεωρητική, άνευ ρεαλιστικών επιχειρημάτων πολεμική από την Αχαΐα με μοναδικούς χαμένους τους πολίτες μιας ευρύτερης περιοχής που απαιτούν το συνταγματικά αυτονόητο δικαίωμά τους για ταχεία απόδοση της δικαιοσύνης και ευκολότερη πρόσβαση σ’ αυτή.
Είναι προφανές πως τέτοιες πρακτικές αντιβαίνουν στις αρχές του σεβασμού της Διοίκησης προς τον πολίτη όπως αυτές εύστοχα κωδικοποιήθηκαν από τον ακαδημαϊκό και Πρόεδρο του ΙΤΑ Δ. Τσάτσο στο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ στη Ρόδο το 2005: «Ο πολίτης δεν έχει πια μία και μόνο ιδιότητα, δεν τελεί υπό ένα και μόνο καθεστώς, την ιδιότητα του υπηκόου όπως στη μοναρχία, την ιδιότητα του πολίτη της δημοκρατικής πολιτείας. Ταυτοχρόνως έχει και την ιδιότητα του μέλους της τοπικής κοινωνίας. Η ζωή του, τα συμφέροντά του, η οικογένειά του, η εκπαίδευση των παιδιών του, η υγεία του, δεν υπηρετούνται ούτε κυρίως ούτε μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και στη θεσμικά οργανωμένη τοπική κοινωνία. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο εκδημοκρατισμός πρέπει να λάβει χώρα και ως προς τις δυο ιδιότητες που έχει ο πολίτης: Του Πολίτη στην Πολιτεία και του Πολίτη στην Τοπική Κοινωνία .Αν λοιπόν δεν οδηγήσουμε τους θεσμούς μας στον πλήρη εκδημοκρατισμό της τοπικής κοινωνίας ,που σημαίνει ανανέωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έχω σε επίπεδο ελληνικής πολιτείας, μειωμένη Δημοκρατία. Αυτό, πρέπει να το καταλάβουμε».
Η Τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Αιτωλοακαρνανία
Το ιστορικό αλλά και η ζώσα πραγματικότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας συνοψίζεται κωδικοποιημένα από την παντοιοτρόπως δεδηλωμένη προσπάθεια ενσωμάτωσης των ΑΕΙ και ΤΕΙ της Αιτωλοακαρνανίας στο Πανεπιστήμιο και στο ΤΕΙ Πατρών αντίστοιχα.
Είναι ακόμα νωπές οι μνήμες από την βίαιη και αυταρχική απόσπαση και πραξικοπηματική μεταφορά του τμήματος Οικονομικών Επιστημών από το Αγρίνιο στην Πάτρα. Επρόκειτο για μια κατάφωρη και σκανδαλώδη αποψίλωση των υποδομών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του Νομού Αιτωλοακαρνανίας για την οποία η Αχαΐα όχι μόνο δεν όρθωσε ανάστημα συμπαράστασης αλλά αντίθετα μεθόδευσε επ’ ωφελεία της την όλη αρπαγή. Επί του παρόντος είναι παγκοίνως διαπιστωμένη η μεθόδευση για την ενσωμάτωση του ΤΕΙ Ναυπάκτου στην Πάτρα, συνεπώς είναι βέβαιο πως πρακτικές ακαδημαϊκού συγκεντρωτισμού και κανιβαλισμού θα συνεχιστούν και στο μέλλον .
Είναι σαφές λοιπόν πως το μέλλον μια ανθούσας, υγιούς και παραγωγικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Αιτωλοακαρνανία είναι από δυσοίωνο έως ανύπαρκτο υπό την παρούσα περιφερειακή δομή μιας και έχει αποδειχθεί περίτρανα πως ο Νομός μας θεωρείται ένα διαχειριστικό εξάρτημα, μια δεξαμενή υφαρπαγής και τίποτε παραπάνω, ακυρώνοντας επί του πρακτέου οποιαδήποτε έννοια συμπληρωματικής Περιφερειακής πολιτικής εκπαίδευσης με την Αχαΐα.
Η επιταγή για αστική ολοκλήρωση
Από την απελευθέρωση του Έθνους και εντεύθεν ο διοικητικός χάρτης της Χώρας διαμορφώθηκε σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις κοινές καταβολές των κατοίκων και τους κοινούς στόχους για την ανάπτυξη των οικείων τους γεωγραφικών ενοτήτων. Οι Ηπειρώτες με έδρα το μεγάλο αστικό κέντρο των Ιωαννίνων, οι Θεσσαλοί με το δίπολο Βόλου- Λάρισας, οι Μακεδόνες, οι Πελοποννήσιοι, οι Μωραΐτες με τα ανάλογα μεγάλα αστικά τους κέντρα.
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται για το Νομό Αιτωλοακαρνανίας, ιδίως από το 1986 και εντεύθεν, είναι «τί είμαστε». Το βέβαιο είναι πως δεν είμαστε Πελοποννήσιοι. Η Ναύπακτος, την οποία εν κρυπτώ μεθοδεύει για αστικό και αναπτυξιακό της συμπλήρωμα η Πάτρα, δεν είναι παρά η γεωγραφική απόληξη μιας τεράστιας ενδοχώρας που ξεκινά την καρδιά της Ρούμελης. Παράλληλα, οι ορεινοί πληθυσμοί διατηρούν σαφείς γενεαλογικούς, γεωγραφικούς, πολιτισμικούς και συναλλακτικούς δεσμούς με το σύνολο της Δωρίδας και της Φωκίδας.
Ο νομός Αιτωλοακαρνανίας παρουσιάζει σοβαρές υστερήσεις, μείωση και γήρανση πληθυσμού, καθίζηση του πρωτογενούς τομέα, πραγματική ανεργία άνω του 17%. Επίσης συγκεντρώνει ποσοστό 2,2% του πληθυσμού της χώρας (223.000 περίπου κατοίκους) και έχει σταθερά μειούμενη συμμετοχή στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, μόλις στο 1,6%. Η εσωτερική μετανάστευση κυρίως προς την Πάτρα στερεί το πιο παραγωγικό κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού από τη γη που το γέννησε. Οι δείκτες ανάπτυξης από το 1986 και έπειτα υπολείπονται δίνοντας στην Αιτωλοακαρνανία το ρόλο του «φτωχού συγγενή» παρότι είναι ο πλουσιότερος σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους Νομός. Με κατά κεφαλήν εισόδημα επί του κοινοτικού ΑΕΠ στο 57%, τα δύο μεγάλα αιτούμενα είναι η αστική ολοκλήρωση και ο μετασχηματισμός της οικονομίας του Νομού.
Τα αστικά κέντρα της Αιτωλοακαρνανίας δεν δύνανται υπό το παρόν διοικητικό καθεστώς να επιτύχουν οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Το Αγρίνιο που εξυπηρετεί τις ανάγκες περί των 150.000 κατοίκων της ευρύτερης περιοχής δεν αναπτύσσεται επ’ ωφελεία των κατοίκων του όντας όμηρο ανταγωνιστικών πρακτικών, αντιπαραγωγικών μεθοδεύσεων και ενός επιβαλλόμενου όσο και εσφαλμένου τύποις αναπτυξιακού Περιφερειακού προσανατολισμού κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της ετεροβαρούς αστικής ανάπτυξης προς όφελος της Πάτρας και μόνον.
Η αστική ολοκλήρωση και ο συνακόλουθος μετασχηματισμός της οικονομίας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας είναι ζητούμενα που μπορούν και πρέπει να ικανοποιηθούν με την συνετή παραγωγική ενεργοποίηση των άφθονων πλουτοπαραγωγικών πόρων, τις εναλλακτικές καλλιέργειες, την αναπτυξιακή πολιτική υποδομών και υπηρεσιών και την ανάληψη δράσεων με γεωγραφικές ενότητες και αστικά κέντρα που έχουν κοινό αναπτυξιακό υπόβαθρο μέσου ενός αποδοτικού δικτύου υποδομών και μεταφορών .
Τα αιτήματα για αναμόρφωση των αστικών και οικονομικών δομών του Νομού Αιτωλοακαρνανίας κινδυνεύουν να παραμείνουν ατέρμονες φιλολογικές αναζητήσεις αν κάποιοι συνεχίσουν να εθελοτυφλούν δολίως μπροστά στα αντικειμενικά οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα για την αλλαγή του Αυτοδιοικητικού Χάρτη.
Ανάπτυξη για την Αιτωλοακαρνανία, ανάπτυξη για την νέα Αυτοδιοίκηση
Ας είμαστε ρεαλιστές. Η Αιτωλοακαρνανία δεν μπορεί να βρίσκεται δέσμια μιας αντιπαραγωγικής, εντέχνως υποβολιμαίας και εν πολλοίς επίπλαστης κρατούσας θεώρησης περί γεωγραφικής και αναπτυξιακής ουτοπίας. Και φυσικά δεν μπορεί άλλο να αποδίδει κεφαλικό φόρο στην Αχαΐα παραμένοντας στο περιθώριο της ανάπτυξης και των υποδομών για να διαιωνίζεται «εθιμικώ δικαίω» ένα in vivo αποτυχημένο πείραμα, ένα Περιφερειακό κατασκεύασμα της Χούντας και του αείμνηστου Κουτσόγιωργα – με σαφή χρονική και πολιτική διαφορικότητα- για να εξυπηρετήσει αναχρονιστικές, αυστηρά τοπικές και υπερ-συγκεντρωτικές θεωρήσεις περί ενός και μοναδικού κυρίαρχου αστικού κέντρου, εν προκειμένω της πόλης των Πατρών. Αντίθετα, η Αιτωλοακαρνανία δύναται αντικειμενικά να αποτελέσει τον παραγωγό, διακομιστή, εγγυητή και καταλύτη ανάπτυξης μιας ευρύτερης περιοχής η οποία ορίζεται σαφώς από τη γεωγραφία, τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές, τις υποδομές και τον σχεδιασμό των δικτύων μεταφορών. Μιας ανάπτυξης που θα γίνει πραγματικότητα με την εφαρμογή ολοκληρωμένων πολιτικών κοινών δράσεων. Kοινών δράσεων Περιφερειακής ανάπτυξης που δεν έχουν, ούτε στον πρωτογενή, ούτε στο δευτερογενή, ούτε στους τομείς υπηρεσιών, τουρισμού, μεταφορών και υποδομών, κανένα κοινό σημείο επαφής και καμία προοπτική αναπτυξιακής συμπόρευσης με την Αχαΐα.