Με ανακοίνωση της η εκπαιδευτική παράταξη Συμμετοχή εξηγεί τους λόγους γιατί πρέπει οι εκπαιδευτικοί να συμμετάσχουν στην απεργία της Παρασκευής. Παράλληλα όμως διατυπώνει τους προβληματισμούς της για το πως οι απεργίες πρέπει να γίνουν αποτελεσματικές, στηλιτεύοντας όσα έγιναν στις αρχές του χρόνου:
“Την 7η Φεβρουαρίου εκδικάζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας η υπόθεση των εκπαιδευτικών συναδέλφων που υποχρεώθηκαν στο μέτρο της κινητικότητας τον περασμένο Ιούλη. Από τότε οι συνάδελφοι μας πέρασαν μήνες αγωνίας για το μέλλον το δικό τους και των οικογενειών τους. Οι υποσχέσεις για μετακίνηση τους (εξ ου και ο όρος κινητικότητα) σε νέες θέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν μετουσιώθηκαν σε πράξεις και παραμένουν υποσχέσεις. Φτάσαμε αρκετούς μήνες μετά να είμαστε ακόμη στο σημείο μηδέν και πριν λίγες ημέρες συνάδελφοι, που είχαν κερδίσει τις δίκες για τα ασφαλιστικά μέτρα, υποχρεώθηκαν για δεύτερη φορά να αποχωριστούν σχολεία, συναδέλφους και μαθητές, με ακόμη πιο αβέβαιη προοπτική.
Πιστεύουμε ότι ο θεσμός της κινητικότητας όπως σχεδιάστηκε, εφαρμόστηκε και θα συνεχιστεί να εφαρμόζεται αποτελεί δείγμα προφανούς ανεπάρκειας και αδυναμίας από την πλευρά της διοίκησης. Οι διοικούντες αντί να διορθώσουν τα δικά τους λάθη, που οδήγησαν στην δυσλειτουργία του δημόσιου τομέα, ρίχνουν όλη την ευθύνη στους ανθρώπους που είναι στην «πρώτη γραμμή». Το όποιο μένος υπήρχε στην συνείδηση της κοινωνίας στο πρόσωπο του «κακού» δημόσιου υπαλλήλου, διοχετεύτηκε με ευκολία στο πιο εύκολο θύμα.
Και οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που βρίσκονται σε διαθεσιμότητα ήταν εύκολα θύματα. Δυστυχώς δεκαετίες τώρα η ελληνική κοινωνία δεν στηρίζει και δεν εμπιστεύεται, όπως θα έπρεπε, το δημόσιο σχολείο. Ιδιαίτερα δε την τεχνική εκπαίδευση. Δεν θα θέλαμε εδώ να μπούμε στην συζήτηση του ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό, αν και πιστεύουμε ότι θα πρέπει να ανοίξει ένας ειλικρινής διάλογος για το θέμα. Το αποτέλεσμα όμως είναι, ότι ο κλάδος μας έχει περιέλθει σε απομόνωση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι συνάδελφοι βρέθηκαν στην ουσία ανυπεράσπιστοι συνδικαλιστικά (ο κλάδος μας βγήκε λαβωμένος, αν όχι ταπεινωμένος από την επιστράτευση του), διευκόλυνε την τοποθέτησή τους στο «κάδρο» της κινητικότητας.
Αργότερα, στην αρχή της σχολικής χρονιάς, η απεργία δεν μπόρεσε να έχει το επιθυμητό αντίκτυπο, στην κοινωνία και τους συναδέλφους. Σχεδόν το σύνολο των συναδέλφων την στήριξαν, το πρώτο της διήμερο, χωρίς όμως συνέχεια. Μάλλον φάνηκε ξεκάθαρα, ότι οι απεργίες πρέπει να έχουν συγκεκριμένη στόχευση, με σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας (συμβολικής ή πρακτικής). Να μην έχουν δηλαδή χαρακτήρα ευκαιριακό, αλλά ουσιαστικό. Επιπλέον, παρά την θέλησή μας για το αντίθετο, ίσως περνάμε στην κοινωνία μηνύματα αντιφατικά. Η λειτουργία του δημόσιου σχολείου πρέπει να εμποδίζεται από εμάς, σαν αντίδραση στο ότι το υπουργείο κλείνει ή υποβαθμίζει την λειτουργία του; Μήπως το έργο μας δεν προβάλλεται όπως θα έπρεπε(και από το υπουργείο ηθελημένα και από εμάς αθέλητα) και μήπως ο μέχρι τώρα τρόπος αντίδρασης μας προκαλεί αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά; Έχουμε εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες έκφρασης των αιτημάτων μας ή αναλωνόμαστε σε έναν επαναλαμβανόμενο αυτοκαταστροφικό μονόλογο άρνησης;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα πρέπει το επόμενο διάστημα, να εξετάσουμε σοβαρά σαν κλάδος, αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά και να μην είμαστε οι μόνιμα αδικημένοι.
Πέρα από τα παραπάνω ερωτήματα, στην απεργία της Παρασκευής πρέπει να συμμετάσχουμε. Την Παρασκευή κρίνεται η τύχη των συναδέλφων σε διαθεσιμότητα. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται, είναι πέρα από κάθε λογική και κανείς μας δεν μπορεί να αισθανθεί στον ίδιο βαθμό, την αγωνία που ζουν. Και η αγωνία τους πρέπει να τερματιστεί και δεν θα πρέπει να αποδεχτούμε την προοπτική του να χάσουν οριστικά την δουλειά τους και να γίνουν τα πρώτα θύματα του μέτρου της κινητικότητας.
Η ομάδα της «Συμμετοχής»