Γράφει ο Ανδρέας Κ. Καλλιγάς*
Στον απόηχο της δημοσίευσης στοιχείων (Eurostat) για το πόσες ώρες εργάζονται οι Ευρωπαίοι, και την σχέση χρήματος, εργασίας και… ευτυχίας οι χώρες που διατηρούν την πρωτιά, με την Ελλάδα να βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες όπου οι εργαζόμενοι ”γράφουν” τις περισσότερες ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, με μέσο όρο από 40 μέχρι 46,2 ώρες για κάθε εργαζόμενο. Ανάλογη είναι η κατάσταση σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Σερβία, και η Πολωνία.
Η δημοσιοποίηση των στοιχείων από την Eurostat δεν αιφνιδίασε κανέναν στην Ελλάδα, καθώς αυτά με την πρώτη ματιά φαίνεται να συμβαδίζουν με την πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουμε.
Κάτι κάνουμε λάθος
Ταυτόχρονα, ωστόσο, επιβεβαιώνεται ότι η χώρα μας έχει μείνει μάλλον ”κολλημένη” σε εργασιακά μοντέλα προηγούμενων δεκαετιών, με την τάση σε προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες να ”δείχνει” προς την κατεύθυνση της μείωσης των ωρών εργασίας, με τελικό στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, μέσα από την βελτιωμένη ποιότητα της εργασίας.
Χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης, όπως η Ιρλανδία, η Ολλανδία και η Δανία καταγράφουν χαμηλότερους μέσους όρους – της τάξης των 34,9 μέχρι 36,4 ωρών, ή ακόμα και από 29,9 μέχρι 34,9 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας. Εκ του αποτελέσματος, βλέποντας την εξέλιξη αυτών των εθνικών οικονομικών σε συνάρτηση με την ποιότητα ζωής, αποδεικνύεται ότι οι περισσότερες ώρες δεν σημαίνουν ευημερία. Πιθανότατα, είναι μία προσπάθεια να καλυφθεί ένα κενό σε επίπεδο παραγωγικότητας με εύκολο τρόπο: «Δουλέψτε περισσότερο, μήπως μπορέσουμε να παράξουμε περισσότερα…»
Εργασία και παραγωγικότητα: Δεν πάνε απαραίτητα μαζί
Αυτή η εκδοχή/ερμηνεία ενισχύεται – αν όχι επιβεβαιώνεται πλήρως – αν λάβουμε υπόψη τα δεδομένα που εντοπίζουμε στις στατιστικές της Eurostat. Ανατρέχοντας σε ένα γράφημα, όπου αποτυπώνεται επίδοση κάθε ευρωπαϊκής χώρας σε επίπεδο ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ κατά κεφαλήν), εύκολα διαπιστώσαμε ότι ενώ εμείς οι Έλληνες, ως παράδειγμα, διακρινόμαστε ως ”εργατικοί” δίνοντας τις περισσότερες ώρες εργασίας στην Ευρώπη, αποτελούμε έναν από τους ”αδύνατους κρίκους” σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης.
Δηλαδή, τουλάχιστον με βάση τα data, δουλεύουμε πολύ – εισπράττουμε λιγότερα σε σύγκριση σχεδόν με όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Αντίθετα, Δανοί, Ολλανδοί, Ιρλανδοί και πολλοί άλλοι, εργάζονται λιγότερες ώρες και εισπράττουν περισσότερα, καθώς εμφανίζουν υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Το ερώτημα που προκύπτει εύλογα είναι: Μήπως, τελικά, δεν είναι η ”ποσότητα” της εργασίας αυτή που οδηγεί σε μία εύρωστη οικονομία;
Ευτυχία και Χρήμα
Κρατήσαμε για το τέλος αυτή την εξαιρετικά σπάνια και ασυνήθιστη καταγραφή data, που έγινε με τον φιλόδοξο στόχο να ”μετρηθεί η ευτυχία” των ανθρώπων στον κόσμο.
Πηγή δεν είναι η Eurostat, αλλά το World Happiness Report 2022: μία μέτρηση λιγότερο γνωστή στη χώρα μας. Ωστόσο, τα data πάντοτε έχουν (κάποια) αξία, εφόσον δίνουν τη δυνατότητα να ”διαβάζουμε” τι συμβαίνει στον κόσμο μέσα αριθμούς.
Μαντέψτε: εδώ είναι ορατό δια γυμνου οφθαλμού ότι οι πλουσιότερες κοινωνίες δηλώνουν περισσότερο ευτυχείς. Φινλανδία, Δανία και Ολλανδία ηγούνται στον πίνακα της ευτυχίας, παρά το βαρύ κλίμα και το λιγότερο φως σε σχέση με τον μαγικό μεσογειακό νότο. Αντίθετα, η Ελλάδα κινείται μάλλον στις τελευταίες θέσεις, με την Ουκρανία (λογικό) στο ναδίρ του δείκτη ευτυχίας.
Σύμπτωση ή ευκαιρία για περισυλλογή;
Ένα είναι βέβαιο. Αξίζει να σκεφτούμε περισσότερο, κατά πόσο το μοντέλο εργασίας αξίζει να αναπροσαρμοστεί – με πρώτο στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και, ίσως, αυτό σε δεύτερο επίπεδο να μας κάνει περισσότερο ευτυχισμένους ανθρώπους.
Αυτά τα data από μόνα τους δεν μας επιτρέπουν να πούμε με βεβαιότητα ότι η παραγωγικότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ευτυχία ενός εργαζόμενου.
Μας βάζουν όμως μία σκέψη: Μήπως μία καλύτερη οικονομία μπορεί να προκύψει από λιγότερες – αλλά πιο παραγωγικές – ώρες εργασίας;