Με ποια κριτήρια επιλέγουν οι έφηβοι κλάδο σπουδών και κατ’ επέκτασιν επαγγελματικό προσανατολισμό; Πόσο τους επηρεάζουν τα στερεότυπα της κοινωνίας; Τους βοηθάει ή τους εγκλωβίζει η στάση των γονιών τους; Η επιλογή σταδιοδρομίας απαιτεί επαρκή γνώση των επαγγελμάτων και της αγοράς εργασίας, αλλά και αυτογνωσία και κριτική ικανότητα.
Ωστόσο, οι Ελληνες μαθητές είναι αβοήθητοι, χωρίς πλοηγό για μία τέτοια κρίσιμη απόφαση. Ο θεσμός του ΣΕΠ εισήχθη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πριν από επτά δεκαετίες, το 1953, αλλά παρά τις προσπάθειες που έγιναν κατά καιρούς παρέμεινε υποβαθμισμένος. Στο πλαίσιο αυτό, ύστερα από εισήγηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) το υπουργείο Παιδείας εισάγει το μάθημα του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΣΕΠ) στη μέση εκπαίδευση, συγκεκριμένα στη Γ΄ Γυμνασίου, ευελπιστώντας αυτή τη φορά το μάθημα να γίνεται ουσιαστικά κερδίζοντας το ενδιαφέρον των μαθητών. Ο ΣΕΒ καταθέτει σειρά δράσεων συνεργασίας των σχολείων με τις επιχειρήσεις στο πεδίο του ΣΕΠ.
Λιγοστές προτιμήσεις
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι περισσότεροι 15χρονοι έχουν διαμορφώσει μια πρώτη αντίληψη για το επάγγελμα που θέλουν μέσα από ένα περιορισμένο φάσμα επιλογών, με τις προτιμήσεις τους να συγκεντρώνονται σε ελάχιστα επαγγέλματα: γιατρός, στέλεχος επιχειρήσεων, μηχανικός, δικηγόρος, εκπαιδευτικός. «Οι επαγγελματικές φιλοδοξίες των νέων δεν συνδέονται με την πραγματική ζήτηση στην αγορά εργασίας, ούτε βασίζονται στο πραγματικό δυναμικό των ίδιων. Αντίθετα, εκπορεύονται συχνά από στερεότυπα και αντιλήψεις», παρατηρεί ο ΣΕΒ σε έρευνά του. Οπως προκύπτει από μελέτη του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό (52%) μαθητών χωρίς πρόσβαση σε δραστηριότητες, μαζί με την Ιταλία (31%), την Κροατία (29%), το Αζερμπαϊτζάν και τη Βραζιλία (28%).
Πρέπει να δοθεί βάρος στην πρακτική άσκηση των μαθητών, όπως υποδεικνύεται και μέσα από μελέτη του ΣΕΒ.
Την ίδια στιγμή, με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φοιτητικού πληθυσμού (46,2% έναντι μ.ό. Ε.Ε.-27 33,4% το 2019). Κατέχει όμως την τελευταία θέση στην Ευρώπη όσον αφορά το ποσοστό αποφοίτησης από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, μόλις 8,91% έναντι μ.ό. Ε..Ε-27 25,33%. «Μεγάλη μερίδα των νέων που φοιτούν σήμερα στα ελληνικά ΑΕΙ δεν θα αποκτήσει πτυχίο και, συνεπώς, είτε θα κατευθυνθεί, εκ των υστέρων, σε άλλη εκπαιδευτική ή επαγγελματική διαδρομή ή θα καταλήξει στην ανεργία. Mια ματιά στα ποσοστά φοίτησης σε επιμέρους επιστημονικά πεδία υποδηλώνει ότι προγράμματα σπουδών που οδηγούν σε επαγγέλματα και κλάδους με υψηλή ζήτηση στην αγορά εργασίας δεν κατέχουν αντίστοιχα υψηλή θέση στις προτιμήσεις των φοιτητών. Ενδεικτικά, το ποσοστό φοίτησης στις επιστήμες υγείας περιορίζεται σε επίπεδα κάτω του 10% (7,86 έναντι 13,54% μ.ό. Ε.Ε. το 2019), παρά την υψηλή ζήτηση στους κλάδους υγείας, ενώ ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εξαιρετικά περιορισμένη συμμετοχή στα προγράμματα σπουδών πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς (3,42% και 4,92% στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. αντίστοιχα, το 2019), αν αναλογιστεί κάποιος τις αυξημένες ανάγκες της αγοράς εργασίας και τις θετικές προοπτικές που διαγράφονται για τους επιστήμονες της πληροφορικής ενόψει του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας», επισημαίνει ο ΣΕΒ, προτείνοντας τη συνεργασία πολιτείας και επιχειρήσεων στο πεδίο του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού.
Προτάσεις και δράσεις
Ενδεικτικές δράσεις είναι οι επισκέψεις σε επιχειρήσεις και χώρους εργασίας, η οργάνωση προγραμμάτων καθοδήγησης, οι ομιλίες επιχειρηματικών στελεχών στην τάξη, οι ημέρες σταδιοδρομίας, οι εκστρατείες ενημέρωσης για κλάδους και επαγγέλματα με ζήτηση. Σημαντική είναι επίσης η οργάνωση εργαστηρίων στο πλαίσιο των οποίων οι μαθητές καταπιάνονται εντατικά με συγκεκριμένο θέμα, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Τα εργαστήρια μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε στο σχολείο είτε στην επιχείρηση (π.χ. εξοικείωση με την τεχνολογία, ανάπτυξη τεχνολογικής εφαρμογής).
Τέλος, βάρος πρέπει να δοθεί στην πρακτική άσκηση των μαθητών. Οπως αναφέρει η μελέτη του ΣΕΒ, «η πρακτική άσκηση γίνεται στο πλαίσιο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά κερδίζει σταδιακά έδαφος και στο πεδίο της γενικής εκπαίδευσης. Η παρακολούθηση εργασίας είναι μια πιο απλοποιημένη εκδοχή της πρακτικής άσκησης, στο πλαίσιο της οποίας ο μαθητής παρακολουθεί έναν πραγματικό εργαζόμενο κατά την άσκηση της εργασίας του, χωρίς να επωμίζεται συγκεκριμένα καθήκοντα. Και οι δύο αυτές δραστηριότητες αποκτούν ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία όταν συνοδεύονται από οργανωμένες δραστηριότητες ανατροφοδότησης (αξιολόγηση, αποτίμηση)».