Του Λίνου Υφαντή,
Μετά την αποτυχημένη πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου τα Χριστούγεννα του 1822 ο Οθωμανικός στρατός προσπάθησε να διαφύγει προς Ήπειρο, πιεζόμενος από πληροφορίες ότι οι έλληνες επαναστάτες έκλεισαν τα στενά του Μακρυνόρους. Έτσι στις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους οι Ελληνικές δυνάμεις εξήλθαν από το Μεσολόγγι, χωρίστηκαν σε τρία τμήματα και κατεδίωξαν τους Τούρκους.
Το δεύτερο τμήμα κατεδίωξε τους Τούρκους στην Κλεισούρα. Ο επικεφαλής τους Μάρκος Μπότσαρης ζήτησε να αποκλείσει τους τούρκους μέσα στο Βραχώρι, διότι πίστευε οτί θα παραδίδονταν λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων. Η πρόταση του Μάρκου Μπότσαρη για περικύκλωση και παράδοση των Τούρκων στο Βραχώρι εγκρίθηκε αλλά δεν υλοποιήθηκε λόγω διαφωνιών με άλλους οπλαρχηγούς. Έτσι οι τουρκικές δυνάμεις παρέμειναν στο Βραχώρι στην αρχή του 1823 αφήνοντας πίσω “το μοναδικό κανόνι που τους απέμεινε, το οποίο έσερναν” όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης. Στη συνέχεια επιχείρησαν να περάσουν τον Αχελώο αλλά απέτυχαν λόγω των νοτίων ανέμων και του χιονιού που υπήρχε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν όλοι στο Αγρίνιο σε άθλια κατάσταση. Χαρακτηριστικά ο Τρικούπης αναφέρει ότι “έμειναν ικανάς ημέρας άστεγοι και ασκήνωτοι εν μέσω των ερειπίων” και μάλιστα λόγω της πείνας και της εξαθλίωσης έτρωγαν τα άλογα τους. Θυμίζουμε ότι το Βραχώρι είχε εγκαταληφθεί από τις επαναστατικές δυνάμεις και τη Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος λίγο πριν την προέλαση των Τούρκων προς το Μεσολόγγι το 1822. Οι τούρκοι περνώντας από το Βραχώρι και όντας σίγουροι για το επιτυχημένο αποτέλεσμα της πολιορκίας το λεηλάτησαν και το έκαψαν.
Οι τούρκοι αριθμούσαν γύρω στους 3000 και δε μπορούσαν να παραμείνουν στο ερημωμένο Βραχώρι για μεγάλο διάστημα. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν υπό τον Ισμαήλ Πλιάσσα προς τα βόρεια για να περάσουν τον Αχελώο ποταμό από ψηλά. Ό,τι δε πρόλαβε να καταφέρει ο Μάρκος Μπότσαρης στο Βραχώρι, το πέτυχε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος τους συνέτριψε στις 15 Ιανουαρίου 1823 στον Άγιο Βλάση.
Με πληροφορίες από:
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄