Του Κώστα Σακαρέλου
Με την κατάρρευση του Μετώπου και την έναρξη της Κατοχής (1941 – 1944), σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας ιδρύθηκαν εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις με διάφορες ονομασίες, όπως η «Ελευθερία» στη Θεσσαλονίκη και το «Πατριωτικό Μέτωπο» στην Ήπειρο.
Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν η «Εθνική Αλληλεγγύη», η οποία ιδρύθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου του 1941. Στελέχη της συμμετείχαν στη δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), τον Σεπτέμβριο του 1941.
Τα μέλη της «Εθνικής Αλληλεγγύης», σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, ανέλαβαν τη σίτιση των απόρων, τη φροντίδα των αστέγων, την απόκρυψη και προστασία διωκόμενων αγωνιστών, τη νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, καθώς και την εκπαίδευση και ψυχαγωγία της νεολαίας. Άξιο αναφοράς είναι το ότι, από τα τρία εκατομμύρια μέλη της, τα δύο τρίτα ήταν γυναίκες. Τέλος, αξίζει να τονιστεί πως μέλη της οργάνωσης ήταν και πολλοί ιερείς.
Αρκετοί ιερωμένοι, περιφρονώντας τους κινδύνους, πολλές φορές ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, βοήθησαν μελλοθάνατους κρατούμενους να αποδράσουν από τις φυλακές, στις οποίες εκείνοι κρατούνταν. Πολλοί είχαν ουσιαστικό ρόλο στην έκδοση πλαστών ταυτοτήτων καταδιωκόμενων αγωνιστών, καθώς και στη συγκέντρωση φαρμάκων, τροφίμων και ειδών ένδυσης και υπόδησης. Ακόμα και με όπλα προμήθευαν συχνά τους μαχόμενους αγωνιστές, τα οποία μετέφεραν μέσα σε φέρετρα, κάνοντας εικονικές κηδείες. Τα έθαβαν σε κενούς τάφους και από εκεί τα έπαιρναν τις νύχτες οι πατριώτες, ξεθάβοντάς τα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι, αναφορικά με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας, από τους 365 ιερείς που υπηρετούσαν στις ενορίες των Δήμων και των Κοινοτήτων του, οι 345 συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα του Έθνους, οι περισσότεροι μέσα από τις δράσεις της «Εθνικής Αλληλεγγύης»!
Ένας από τους φωτισμένους αυτούς ιερείς ήταν ο Δημήτριος Παπακωνσταντίνου, εφημέριος της ενορίας Γαλατά από 05/11/1938 μέχρι 03/11/1944. Αυτός πρωταγωνίστησε στο περιστατικό που ακολουθεί:
Τον Φλεβάρη του 1944, στις φυλακές Μεσολογγίου ήταν φυλακισμένοι αρκετοί Έλληνες αγωνιστές. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και δέκα κατάδικοι πατριώτες, που είχαν μεταφερθεί από την Ήπειρο και από μέρα σε μέρα περίμεναν την εκτέλεσή τους. Αυτό το γνώριζαν τα μέλη της οργάνωσης «Εθνική Αλληλεγγύη» κι έψαχναν να βρουν τρόπο να τους σώσουν. Αναζητούσαν, λοιπόν, τρόπο να περάσουν στα χέρια των φυλακισμένων ένα νεροπρίονο της τρίχας, από εκείνα που κόβουν τα σίδερα.
Η οργάνωση «Εθνική Αλληλεγγύη» Μεσολογγίου είχε κάνει όλες τις συνεννοήσεις και είχε πάρει κάθε μέτρο, που είχε σχέση με την απόδραση. Έπρεπε μόνο να βρεθεί τρόπος να φτάσει το πριονάκι στα χέρια των μελλοθανάτων. Εξετάστηκαν διάφοροι τρόποι. Όλοι όμως όσοι προτάθηκαν απορρίφθηκαν, επειδή δεν εξασφάλιζαν καμία εγγύηση επιτυχίας. Μια επιπολαιότητα, μια αποτυχημένη προσπάθεια ήταν αρκετή, για να χαθούν και άλλοι αγωνιστές.
Οι μέρες περνούσαν, χωρίς να βρίσκεται λύση στο πρόβλημα. Κάθε πρωί ρωτούσε με αγωνία τον υπεύθυνο της οργάνωσης ο παπα – Μήτσος Παπακωνσταντίνου, εφημέριος του Γαλατά, αν υπήρξε καμιά εξέλιξη. Η απάντησή του τον απογοήτευε και τον στενοχωρούσε.
Μια μέρα σηκώθηκε ο παπα – Μήτσος, έκανε τον σταυρό του, πήγε στον υπεύθυνο της οργάνωσης και του είπε:
«Άκουσε, παιδί μου. Γι’ αυτό που θα σου πω, είμαστε οι δυο μας υπεύθυνοι. Κανένας άλλος δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Το πριόνι θα το πάω εγώ. Και θα το παραδώσω στους ίδιους τους μελλοθάνατους. Συλλογίστηκα πολύ. Οχτώ άτομα έχει η φαμίλια μου. Ανθρώπινη αδυναμία με κάνει να τ’ αγαπώ περισσότερο από τον άλλο κόσμο. Κι αν αποτύχω, δε σκέφτομαι τον εαυτό μου παρά αυτούς, που σίγουρα θα τους κρεμάσουνε μαζί μου. Είμαι όμως και χριστιανός. Κι όλες αυτές τις νύχτες παλεύω με τη συνείδησή μου. Δε θα το συγχωρέσω στον εαυτό μου ποτέ αν δεν κάνω ό,τι σκέφτηκα κι ό,τι θα μπορέσω γι’ αυτούς, που δεν έχουν καμιά άλλη ελπίδα, εκτός από εμάς. Πήρα την απόφαση. Αυτές οι δουλειές δεν είναι για πολλούς. Οι δυο μας θα το ξέρουμε. Λοιπόν, ας μη χάνουμε χρόνο. Πάρε το νεροπρίονο και βόλεψέ το σ’ έναν μεγάλο κεσέ γιαουρτιού. Ύστερα, πήξε μέσα γιαούρτι. Ο κεσές πρέπει να είναι από τους πιο μεγάλους, για να σκεπαστεί καλά το πριόνι. Θα περάσω να τον πάρω. Και κάτι άλλο: Πες μου ένα ένα τα ονόματα των μελλοθανάτων, για να τους ζητήσω. Τ’ άλλα θα τα κανονίσω εγώ. Μόλις παραδοθεί το εργαλείο, θα περάσω να σε ενημερώσω, για να κανονίσεις εσύ τα πράγματα απ’ έξω. Κι έχετε τον νου σας: Κάθε βράδυ, αν είναι σκοτεινά, πρέπει να περιμένουν οι άνθρωποί μας, γιατί δεν ξέρουμε σε πόσες ώρες θα μπορέσουν οι φυλακισμένοι να κόψουν τα σίδερα του παραθυριού. Το πριόνι, μια φορά, θα πάει. …»
Την άλλη μέρα ο παπα – Μήτσος πήρε το δισκοπότηρο, φόρεσε το πετραχήλι του, πέρασε και πήρε τον κεσέ με το γιαούρτι από τον υπεύθυνο, πήγε, παρουσιάστηκε στη φρουρά της φυλακής και ζήτησε τον αξιωματικό υπηρεσίας. Όταν εκείνος εμφανίστηκε, συνοδευόμενος από τον διερμηνέα, ο ιερέας τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να εξομολογήσει και να κοινωνήσει δυο από τους ετοιμοθάνατους, επειδή τους είχε βαφτίσει ο ίδιος και ήταν μεγάλη αμαρτία να μην τους επισκεφθεί στις τελευταίες τους στιγμές αυτός που τους υποδέχτηκε στον μάταιο τούτο κόσμο. Του είπε ακόμα πως θα έκανε θεάρεστη πράξη αν, εκτός από την εξομολόγηση και τη θεία κοινωνία, του επέτρεπε να τους δώσει και το γιαούρτι ως αποχαιρετιστήριο δώρο του. Ο διερμηνέας μετέφρασε και ο αξιωματικός συγκινήθηκε τόσο, που αποφάσισε να συνοδέψει ο ίδιος τον παπά ως τον θάλαμο των μελλοθανάτων.
Ήταν τέλη Φλεβάρη και τα παπούτσια του παπα – Μήτσου είχαν καταλασπωθεί στον δρόμο. Καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά των φυλακών, που ήταν γύρω στα 15, παραπάτησε, γλίστρησε και γονάτισε σ’ ένα από αυτά. Ευτυχώς, το δισκοπότηρο παρέμεινε στα χέρια του! Το ίδιο και ο κεσές! Αν του έπεφτε κι αναποδογύριζε, όλα τελείωναν. Και αυτός και η φαμίλια του και οι μελλοθάνατοι.
Ο αξιωματικός τον βοήθησε και σηκώθηκε. Πήρε από τα χέρια του παπά τον κεσέ κι ανέβηκαν μαζί. Η καρδιά του ιερέα χτυπούσε δυνατά. Φοβόταν, γιατί στην ταραχή του επάνω δεν είχε προλάβει να ελέγξει μήπως με το τράνταγμα είχε σπάσει το καϊμάκι του γιαουρτιού και από στιγμή σε στιγμή ερχόταν στο φως το εργαλείο. Για τον λόγο αυτό, κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία, έριχνε λοξές ματιές στον κεσέ. Αφού βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει, η καρδιά του πήγε στη θέση της.
Ο αξιωματικός σταμάτησε στα τελευταία σκαλοπάτια, δίνοντας διαταγή στον δεσμοφύλακα ν’ ανοίξει την πόρτα της φυλακής, ν’ αφήσει τον παπά να μπει και να την ξανακλείσει, αφήνοντάς τον στο εσωτερικό της, για όση ώρα χρειαζόταν. Στη συνέχεια, έδωσε στον παπά το γιαούρτι, του χαμογέλασε ευγενικά και άρχισε να ξανακατεβαίνει τη σκάλα.
Ο δεσμοφύλακας όμως ήξερε αλλιώς τη δουλειά του. Ο παπάς μπορούσε να μπει, αφού δόθηκε τέτοια εντολή, αλλά έπρεπε να προηγηθεί έλεγχος τόσο του ιδίου όσο και του γιαουρτιού, που αυτός μετέφερε. Τράβηξε, λοιπόν, την ξιφολόγχη του, τη σκούπισε στον μανδύα του και ετοιμάστηκε να τη βυθίσει στον κεσέ. Τη στιγμή εκείνη ο παπάς τρόμαξε. Προστατεύοντας με το κορμί του το γιαούρτι που κρατούσε, γύρισε προς τον αξιωματικό που κατέβαινε και του φώναξε: «Καμαράντ! Καμαράντ! …»
Στο μεταξύ, ο φύλακας, με γυμνή την ξιφολόγχη, γελούσε και προσπαθούσε με νοήματα να δώσει στον παπά να καταλάβει πως δεν είχε πρόθεση να τον σφάξει! …
Ενώ συνέβαιναν αυτά, κάτι ρώτησε από κάτω ο αξιωματικός, κάτι απάντησε από πάνω ο δεσμοφύλακας και γέλασαν! Ο παπάς εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και κατηφόρισε τη σκάλα με δυο δρασκελιές. Αν και τα γόνατά του έτρεμαν από τον φόβο, στάθηκε μπροστά από τον αξιωματικό, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Ο αξιωματικός, γελώντας, του εξήγησε πως ο δεσμοφύλακας θα χρησιμοποιούσε την ξιφολόγχη για να σκαλίσει το γιαούρτι και όχι για να τον σφάξει. Για να γίνει μάλιστα πιο κατανοητός θέλησε να δείξει την πρόθεση του δεσμοφύλακα, βυθίζοντας τον δείκτη του χεριού του στον κεσέ. Αμήχανος ο παπάς, έκανε πως κατάλαβε την παρεξήγηση και πριν προλάβει ο αξιωματικός να βυθίσει το δάχτυλό του στο γιαούρτι, του έδωσε να καταλάβει πως προτιμούσε να φύγει παρά να πάθει τέτοια προσβολή. Μάλιστα, στην προσπάθειά του να γίνει πιο πειστικός, παράτησε στα σκαλιά τον κεσέ, έβγαλε το πετραχήλι, το άφησε δίπλα και ζήτησε να τον ψάξουν.
Ο αξιωματικός πείστηκε για τις ειλικρινείς προθέσεις του ιερέα και φώναξε κάποια μονοσύλλαβη διαταγή στον δεσμοφύλακα. Ο τελευταίος απάντησε «γκουτ» κι αμέσως έκανε νόημα στον παπά να ξανανέβει. Του επέτρεψαν να περάσει, χωρίς έρευνα.
Με την είσοδό του στη φυλακή ο παπάς ζήτησε δύο ονόματα. Ταυτόχρονα, ξαναφόρεσε το πετραχήλι του και άρχισε να ψάλλει. Οι ψαλμωδίες του όμως ήταν πρωτόγνωρες. Ψέλνοντας, ενημέρωνε τους κρατούμενους για τη λίμα που υπήρχε μέσα στον κεσέ, καθώς και για το σινιάλο που θα περίμενε από αυτούς η οργάνωση από συγκεκριμένο παράθυρο της φυλακής, την κατάλληλη στιγμή!
Αφού ο παπάς βεβαιώθηκε πως οι μελλοθάνατοι κατάλαβαν, τους ασπάστηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Φεύγοντας, άκουσε πίσω του τη βαριά πόρτα της φυλακής να κλείνει. Άκουγε όμως και τα κλάματα των κρατούμενων, που έκλαιγαν στα ψεύτικα, στην προσπάθειά τους να αποκλείσουν την πιθανότητα να καταλάβει κάτι ο δεσμοφύλακας που όλη την ώρα κοίταζε από το πορτάκι.
Λίγες μέρες μετά, περασμένα μεσάνυχτα, έπιασε φοβερή θύελλα. Βροχή, βροντές, αστραπές, κατακλυσμός. Οι μελλοθάνατοι εκμεταλλεύτηκαν τις καιρικές συνθήκες, παραμέρισαν τα κάγκελα, που στο μεταξύ είχαν κόψει, πήδηξαν από το παράθυρο, έτρεξαν κι επιβιβάστηκαν στις βάρκες που τους περίμεναν και βρέθηκαν πρώτα στην αγκαλιά της οργάνωσης κι έπειτα στο μετερίζι του αγώνα και πάλι.
Άμεσα, οι υπεύθυνοι των φυλακών άρχισαν ανακρίσεις, χάρη στις οποίες εξακρίβωσαν και τον τρόπο εισόδου της λίμας σε αυτές. Αναζήτησαν τον ιερέα. Μάταια όμως. Οι επικεφαλής της οργάνωσης είχαν ήδη μεριμνήσει για την απομάκρυνσή του από τον Γαλατά. Τον φυγάδεψαν στην Αθήνα, όπου συνέχισε τη ζωή του στην ανωνυμία της πόλης.
Ο τάφος του παπα – Μήτσου βρίσκεται στη βόρεια εξώπορτα του ναού της Αγίας Παρασκευής, στο κοιμητήριο του Γαλατά. Πάνω του είναι τοποθετημένος ένας μαρμάρινος σταυρός, που γράφει:
Ιερεύς
Δημήτριος Παπακωνσταντίνου
Ετών 72
31 – 7 – 1970
Χρέος όλων μας, και κυρίως των αντιστασιακών οργανώσεων, της Κοινοτικής και της Δημοτικής Αρχής, καθώς και των πολιτιστικών φορέων της Κοινότητας Γαλατά και του Δήμου Ναυπακτίας, η επισκευή του μισοδιαλυμένου μνημείου και η ανάδειξή του, αλλά και η προβολή της πατριωτικής πράξης του ιερέα.
Ας μη διαφεύγει της προσοχής μας πως “λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος σε αφανισμό”. Κι ακόμα πως “χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθουν, θα περάσουν, κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί”.
Πηγές:
- Προφορικές μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων της Κοινότητας Γαλατά
- Θέμος Κορνάρος: «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία δεν θα πεθάνουμε», 8ηέκδοση, εκδόσεις «Χρόνος», Αθήνα 1977
- Βικιπαίδεια